Τι σημαίνει το téléphone στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης téléphone στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του téléphone στο Γαλλικά.

Η λέξη téléphone στο Γαλλικά σημαίνει τηλέφωνο, τηλέφωνο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, κάνω τηλεφωνήματα, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, έξυπνο κινητό, σηκώνω το τηλέφωνο, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνική γραμμή χωρίς χρέωση, τηλεφωνικά, στο τηλέφωνο, στο τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο, ανοιχτή ακρόαση, γραμμή συνομιλίας, υπηρεσία συνομιλίας, τηλέφωνο, δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός, τηλέφωνο με καντράν, πρίζα τηλεφώνου, τηλεφωνική γραμμή, τηλεφωνικός αριθμός, ασύρματο τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο, τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον, κινητό τηλέφωνο, τηλέφωνο επικοινωνίας, απευθείας κλήσεις, κινητό με πορτάκι, τηλεκάρτα, λουράκι κινητού, δημόσιο τηλέφωνο, λογαριασμός τηλεφώνου, τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες, φωνή μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνητικές κλήσεις μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνή μέσω IP, κινητό, δέκτης τηλεφώνου, σταθερή γραμμή, βάζω κοριό στο τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο, πιάνω γραμμή, παραγγέλνω απ'έξω, παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο, παραγγέλνω, φήμες, διαδόσεις, κινητό τηλέφωνο, τηλεφωνώ σε κπ, κινητό, κινητό, τηλεφώνημα, τηλέφωνο, τηλεφώνημα, κερματοτηλέφωνο, <div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>, τηλεφωνικό σεξ, κόκκινο τηλέφωνο, μεταφέρω τηλεφωνικώς, κάνω αναβάθμιση του/της. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης téléphone

τηλέφωνο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a répondu au téléphone quand ça a sonné.
Σήκωσε το τηλέφωνο όταν χτύπησε.

τηλέφωνο

nom masculin (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sers-toi du téléphone noir pour passer des appels.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το μαύρο τηλέφωνο για να κάνεις κλήσεις.

τηλέφωνο

(familier, un peu vieilli)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Donne-moi un coup de bigophone cet après-midi et on parlera de ça.
Πάρε με τηλέφωνο αυτό το απόγευμα και θα το συζητήσουμε.

τηλεφωνώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a téléphoné (or: Elle a appelé) hier.
Πήρε χτες.

τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que tu vas passer ou est-ce que tu vas juste téléphoner ?
Θα έρθεις από εδώ ή απλά θα πάρεις τηλέφωνο;

κάνω τηλεφωνήματα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai dû téléphoner (or: appeler) plusieurs fois avant d'obtenir une réponse. Les démarcheurs téléphonent toute la journée.

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu ne veux pas écrire, tu peux toujours appeler.
Αν δεν θες να γράφεις γράμματα, μπορείς πάντα να τηλεφωνήσεις.

έξυπνο κινητό

(anglicisme, courant)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σηκώνω το τηλέφωνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τηλεφωνώ σε κπ

τηλεφωνική γραμμή χωρίς χρέωση

(αριθμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τηλεφωνικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'ai essayé de le joindre par téléphone mais vu qu'il ne répond pas, je vais aller le voir directement.

στο τηλέφωνο

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne peux pas transférer l'appel, M. Martin est déjà en ligne.

στο τηλέφωνο

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινητό τηλέφωνο

Les téléphones portables sont beaucoup plus petits qu'ils n'étaient il y a 20 ans de ça.
Τα κινητά τηλέφωνα είναι πολύ μικρότερα απ' ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια.

ανοιχτή ακρόαση

nom masculin (σε κινητά τηλέφωνα)

ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα σε βάλω σε ανοιχτή ακρόαση για να σε ακούει και ο Γιάννης που είναι δίπλα μου.

γραμμή συνομιλίας, υπηρεσία συνομιλίας

nom masculin (sexuel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Depuis que sa copine l'a quitté, il passe des heures au téléphone rose.

τηλέφωνο

nom masculin (μεταφορικά: ο αριθμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les numéros de téléphone avaient seulement cinq chiffres quand ma mère est née.
Οι αριθμοί τηλεφώνου είχαν μόνο πέντε ψηφία όταν γεννήθηκε η μητέρα μου.

δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
En Amérique du Nord, l'indicatif des numéros de téléphone gratuits est 800 ou 888. // L'agence a un numéro gratuit, et vous pouvez donc appeler sans frais.

τηλέφωνο με καντράν

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Τη δεκαετία του 1960, τα τηλέφωνα με καντράν αντικαταστάθηκαν, σχεδόν πλήρως, από τα τηλέφωνα με πλήκτρα.

πρίζα τηλεφώνου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφωνική γραμμή

nom féminin (connexion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφωνικός αριθμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai réussi à obtenir le numéro de téléphone du beau brun qui me souriait.

ασύρματο τηλέφωνο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le risque, avec un téléphone sans fil, est de ne plus savoir où on l'a posé.

κινητό τηλέφωνο

Elle a toujours son portable sur elle, donc je peux la joindre n'importe où.

τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινητό τηλέφωνο

Vous êtes priés d'éteindre vos téléphones portables.

τηλέφωνο επικοινωνίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Merci d'indiquer dans cette case un numéro de téléphone où on peut vous joindre.

απευθείας κλήσεις

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινητό με πορτάκι

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηλεκάρτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a acheté des cartes de téléphone avant de quitter l'aéroport.

λουράκι κινητού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δημόσιο τηλέφωνο

nom masculin

λογαριασμός τηλεφώνου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je viens de payer ma facture de téléphone.

τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωνή μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνητικές κλήσεις μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου, φωνή μέσω IP

(Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κινητό

(téléphone) (τηλέφωνο)

δέκτης τηλεφώνου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σταθερή γραμμή

(Téléphone) (τηλέφωνο)

βάζω κοριό στο τηλέφωνο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je pense que quelqu'un a mis mon téléphone sur écoute (or: que mon téléphone est sur écoute) : il fait un drôle de bruit.

σηκώνω το τηλέφωνο

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω το τηλέφωνο

locution verbale (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'espérais qu'il allait répondre au téléphone, vu qu'il n'était qu'à un mètre.

πιάνω γραμμή

verbe transitif (τηλεφωνική)

Je n'ai pas réussi à le joindre. Il est peut-être parti déjeuner.

παραγγέλνω απ'έξω

verbe transitif (φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'essaie d'avoir mon frère au téléphone mais je tombe toujours sur sa boîte vocale.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προσπαθώ να βρω τον Πρόεδρο στο τηλέφωνο, αλλά δεν απαντάει.

παραγγέλνω

verbe transitif (nourriture, repas) (φαγητό, ντελίβερι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φήμες, διαδόσεις

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κινητό τηλέφωνο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il est difficile d'évaluer le nombre de personnes qui n'ont pas de portable.

τηλεφωνώ σε κπ

Attendez une minute, je dois juste passer un coup de téléphone à mon supérieur.
Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου.

κινητό

Tom a pris un appel sur son portable.
Ο Τομ έλαβε μια κλήση στο κινητό του.

κινητό

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Si tu as besoin de me joindre, appelle-moi sur mon portable.
Αν χρειαστεί να επικοινωνήσεις μαζί μου, απλά πάρε στο κινητό μου.

τηλεφώνημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Juste un petit coup de fil pour t'informer que je suis bien rentré.

τηλέφωνο, τηλεφώνημα

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ton père vient de passer un coup de fil, il veut que tu le rappelles tout de suite.

κερματοτηλέφωνο

(με χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je n'avais pas assez de pièces pour utiliser le téléphone public.

<div>αναβάθμιση συσκευής</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>

nom féminin

Certains contrats comprennent une mise à jour annuelle gratuite de téléphone mobile.

τηλεφωνικό σεξ

nom masculin

Wendy a pincé son mari en pleine séance de sexe par téléphone avec une autre femme.

κόκκινο τηλέφωνο

(Politique) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεταφέρω τηλεφωνικώς

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a communiqué les références de prix par téléphone au lieu de les envoyer par courrier.

κάνω αναβάθμιση του/της

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Certaines personnes se procurent toujours le tout dernier modèle de téléphone mobile et d'autres gardent le même pendant des années.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του téléphone στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του téléphone

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.