Τι σημαίνει το fil στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fil στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fil στο Γαλλικά.

Η λέξη fil στο Γαλλικά σημαίνει κλωστή, νήμα, νήμα, καλώδιο, νήμα, λογική, νερά, κλώνος, ακροδέκτης, αγωγός, καλώδιο, μύτη, νήμα, νήματιο, καλώδιο, σύρμα, -, σχοινοβάτης, μέσα σε, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνώ, καλάι, τηλέφωνο, σκοινί, σχοινί, ασύρματος, ασύρματος, με την πάροδο του χρόνου, μέρα με τη μέρα, τα τελευταία χρόνια, σταδιακά, προοδευτικά, μετέωρος, επισφαλής, το ένα φέρνει το άλλο, δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει, οδοντικό νήμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μερσεριζέ, σύρμα, νήμα, wifi, αρχή, λάμα του μαχαιριού, κουβάρι κλωστής, οδοντικό νήμα, κόψη του μαχαιριού, τηλεφώνημα, κλωστή ραψίματος, τηλεφώνημα, ειρμός των σκέψεων, ασύρματη σύνδεση, ασύρματη σύνδεση, ασύρματο τηλέφωνο, καλώδιο ρεύματος, σύρμα από χαλκό, φυσικές ίνες, πέρασμα του χρόνου, ανθρωπάκι, βασικό θέμα, ασύρματη πιστότητα, ασύρματο ίντερνετ, ασύρματη τεχνολογία, το καλύτερο, σιδηροσκώληκας, κλωστή, καλωδίωση, ειδησιογραφικό πρακτορείο, αγκαθωτό συρματόπλεγμα, μπουκλέ, νήμα της στάθμης, καλώδιο ρεύματος, τηλεφωνική γραμμή, ασύρματες τεχνολογίες, κρέμομαι από μια κλωστή, ζω στα άκρα, δεν παρακολουθώ, κάνω τηλεφωνήματα, τούβλο, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα, χτυπάω τηλέφωνο σε κπ, δυσκολεύω, χάνω τα ίχνη του, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα, λίγο αργός, στη διαδρομή, στη πορεία, αντικείμενο από σύρμα, με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, κρέμομαι από μια κλωστή, μαλώνω, τηλεφωνώ σε κπ, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, τηλεφωνώ, συνδεδεμένος, δυναμική διαδρομή, -πλος, στη διάρκεια, συρματόπλεγμα, βαμμένος πριν από την κλώση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fil

κλωστή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Utilise un fil pour attacher les pièces.
Δέσε τα κομμάτια με μια κλωστή.

νήμα

nom masculin (figuré : d'une conversation,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai jeté un rapide coup d'œil à la télé et j'ai rapidement perdu le fil de la conversation.
Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση και γρήγορα έχασα το νήμα της κουβέντας μας.

νήμα

(Internet) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλώδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On peut faire passer les fils électriques sous le tapis.
Περάσαμε τα καλώδια κάτω από το χαλί.

νήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Prends du fil de la même couleur que ton manteau pour recoudre les boutons.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Μέριλιν έβγαλε λίγο νήμα και άρχισε να πλέκει.

λογική

nom masculin (conversation, raisonnement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je sais que ce n'est pas évident à comprendre. Tu as perdu le fil ?

νερά

nom masculin (Ébénisterie) (μεταφορικά: του ξύλου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Le fil du bois de cette table en chêne était magnifique.
Τα νερά του ξύλου στο τραπέζι από βελανιδιά ήταν όμορφα.

κλώνος

nom masculin (σκοινιού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ακροδέκτης, αγωγός

nom masculin (Électricité) (ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Commencez par brancher le fil rouge sur le connecteur marron.
Αρχικά, σύνδεσε τον κόκκινο ακροδέκτη (or: αγωγό) στην καφέ υποδοχή.

καλώδιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim a remplacé le câble de son téléphone.

μύτη

(d'un couteau)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le couteau avait un tranchant à couper n'importe quoi.
Το μαχαίρι είχε μια λεπτή μύτη που μπορούσε να κόψει οτιδήποτε.

νήμα, νήματιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλώδιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce fil est trop court pour aller jusqu'à la prise.
Το καλώδιο είναι πολύ κοντό για να φτάσει την πρίζα.

σύρμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La barrière était attachée aux poteaux avec du fil de fer.
Ο φράχτης ήταν στερεωμένος στους πασσάλους με σύρμα.

-

nom masculin (figuré) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le fil conducteur de son discours était l'humour.
Σε όλη την ομιλία του υπήρχε μια δόση χιούμορ.

σχοινοβάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μέσα σε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nous avons énormément dépensé pour la voiture pendant l'année.
Ξοδέψαμε ένα υπέρογκο ποσό για το αμάξι μέσα σε ένα χρόνο.

τηλεφωνώ σε κπ

τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que tu vas passer ou est-ce que tu vas juste téléphoner ?
Θα έρθεις από εδώ ή απλά θα πάρεις τηλέφωνο;

καλάι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tu peux acheter de la soudure dans la plupart des quincailleries.

τηλέφωνο

(téléphonique) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai reçu un appel de mon directeur de banque aujourd'hui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις.

σκοινί, σχοινί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le spéléologue s'est servi d'une corde afin de pouvoir retrouver la sortie.

ασύρματος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est maintenant possible d'avoir chez vous des connexions sans fil entre de nombreux appareils.
Πολλές διαφορετικές συσκευές μπορούν πλέον να είναι συνδεδεμένες με ασύρματη σύνδεση στα νοικοκυριά.

ασύρματος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με την πάροδο του χρόνου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tu l'oublieras avec le temps.

μέρα με τη μέρα

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La douleur diminuait au fil des jours à mesure que ses blessures guérissaient.

τα τελευταία χρόνια

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'entreprise a grandi au fil des ans (or: des années).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχει ηχογραφήσει αυτό το τραγούδι αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια.

σταδιακά, προοδευτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La maladie s'est aggravée au fil du temps jusqu'à ce qu'elle soit incapable de sortir du lit.
Η ασθένειά της εξελίχθηκε σταδιακά μέχρι που δεν ήταν πια σε θέση να σηκωθεί από το κρεβάτι.

μετέωρος, επισφαλής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το ένα φέρνει το άλλο

(fig)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει

(figuré, familier) (μυαλό, άτομο)

οδοντικό νήμα

Erin utilise toujours du fil dentaire avant de se brosser les dents.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom masculin

μερσεριζέ

nom masculin

σύρμα

nom masculin (παγίδας, νάρκης κλπ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νήμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

wifi

(Informatique, anglicisme)

La plupart des cafés semblent fournir le Wi-Fi de nos jours.
Τα περισσότερα καφέ διαθέτουν wifi στην εποχή μας.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le fil directeur de Mark était de traiter les autres comme on aimerait qu'ils nous traitent.

λάμα του μαχαιριού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουβάρι κλωστής

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est difficile de faire du crochet quand le chat n'arrête pas de jouer avec le peloton de laine.

οδοντικό νήμα

Mon dentiste me dit toujours d'utiliser du fil dentaire en plus du brossage.
Ο οδοντίατρός μου πάντα μου λέει να χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα μαζί με το βούρτσισμα.

κόψη του μαχαιριού

nom masculin (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le fil du couteau était très tranchant et découpait facilement les légumes épais.

τηλεφώνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai reçu un coup de téléphone de ma mère aujourd'hui.
Είχα ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα σου σήμερα.

κλωστή ραψίματος

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφώνημα

nom masculin (familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai eu un coup de fil d'un copain dont je n'avais pas eu de nouvelles depuis longtemps.

ειρμός των σκέψεων

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je me suis embrouillé quand je l'ai expliqué et j'ai perdu le fil de ma pensée.

ασύρματη σύνδεση

nom masculin (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Est-ce que l'hôtel a un accès sans fil à internet ?

ασύρματη σύνδεση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασύρματο τηλέφωνο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le risque, avec un téléphone sans fil, est de ne plus savoir où on l'a posé.

καλώδιο ρεύματος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sous le bureau se trouvait des dizaines de fils électriques.

σύρμα από χαλκό

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυσικές ίνες

ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στα ζεστά κλίματα, τα ρούχα από φυσικές ίνες είναι συνήθως πιο άνετα.

πέρασμα του χρόνου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανθρωπάκι

nom masculin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βασικό θέμα

nom masculin

Le fil rouge du plan est la création d'emplois.

ασύρματη πιστότητα

nom féminin

ασύρματο ίντερνετ

nom masculin

ασύρματη τεχνολογία

nom féminin

το καλύτερο

(Can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σιδηροσκώληκας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλωστή

nom féminin (καθομιλουμένη: μέθοδος αποτρίχωσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλωδίωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ειδησιογραφικό πρακτορείο

αγκαθωτό συρματόπλεγμα

nom masculin

μπουκλέ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νήμα της στάθμης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλώδιο ρεύματος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηλεφωνική γραμμή

nom masculin

ασύρματες τεχνολογίες

nom féminin pluriel

κρέμομαι από μια κλωστή

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζω στα άκρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Louise aime prendre des risques et marche sur le fil du rasoir (or: vit dangereusement).

δεν παρακολουθώ

(temps)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'étais en retard parce que j'ai perdu la notion du temps.

κάνω τηλεφωνήματα

locution verbale (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai dû passer plusieurs coups de fil avant d'obtenir une réponse. Les démarcheurs téléphoniques passent des coups de fil toute la journée.

τούβλο

(familier) (μεταφορικά, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le nouvel employé n'a pas inventé la poudre.
Ο νέος υπάλληλος είναι τούβλο.

καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω τηλέφωνο σε κπ

locution verbale (familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυσκολεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χάνω τα ίχνη του

locution verbale (idée, conversation, pensée) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Excuse-moi, j'étais en train de noter ce qu'il disait, j'ai perdu le fil.

τηλεφωνώ

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passons-lui un coup de fil pour connaître les plans.
Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια.

τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα

locution verbale (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais passer un coup de fil aux renseignements pour avoir le numéro du cinéma.
Θα τηλεφωνήσω στις πληροφορίες καταλόγου, για να πάρω τον αριθμό του κινηματογράφου.

λίγο αργός

(figuré : pas intelligent) (μτφ, καθομ, προσβλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est un peu lent mais il est vraiment gentil malgré tout.

στη διαδρομή, στη πορεία

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leur mariage a duré 40 ans, avec des hauts et des bas en chemin (or: au fil du temps).
Ο γάμος τους κράτησε 40 χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία.

αντικείμενο από σύρμα

nom masculin pluriel (ανάλογα το υλικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

με αγκαθωτό συρματόπλεγμα

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρέμομαι από μια κλωστή

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La vie de Sam ne tenait plus qu'à un fil tandis qu'il luttait pour sortir du coma.

μαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηλεφωνώ σε κπ

Attendez une minute, je dois juste passer un coup de téléphone à mon supérieur.
Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου.

καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ron a eu plusieurs caries car il n'utilisait pas de fil dentaire assez régulièrement.

τηλεφωνώ

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle m'a téléphoné hier.
Με πήρε χτες.

συνδεδεμένος

locution adjectivale (Internet : discussion) (δημοσίευση στο διαδίκτυο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dans les discussions à fil, les messages sont regroupés.

δυναμική διαδρομή

nom masculin (Internet : aide à la navigation) (διαδίκτυο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

-πλος

Le papier toilette à simple épaisseur est trop fragile.

στη διάρκεια

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À travers les siècles, les philosophes n'ont cessé de chercher des réponses.
Φιλόσοφοι έχουν αναζητήσει απαντήσεις στη διάρκεια των αιώνων.

συρματόπλεγμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαμμένος πριν από την κλώση

adjectif (ύφασμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fil στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fil

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.