Τι σημαίνει το terminado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης terminado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του terminado στο ισπανικά.
Η λέξη terminado στο ισπανικά σημαίνει ολοκληρώθηκε, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, που έχει τελειώσει, έχω τελειώσει, τελειώνω, που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει, ολοκληρωμένος, ακυρωμένος, -, που έχει κλείσει, που τελείωσε, που εξαντλήθηκε, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, λήγω, κάνω ούγια, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, τελειώνω, κλείνω, τερματίζω, λήγω, συμβαίνω, πηγαίνω, πάω, ολοκληρώνω, τελειώνω, καταλήγω, λήγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, πίνω όλο, τελειώνω, κάνω ούγια, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι, καταλήγω, τελειώνω, βγαίνω, διαλύω, τρώω όλο, τερματίζω, τελειώνω, έχω τελειώσει, τελειώνω, -, λήγω, σταματάω, τελειώνω, καταλήγω, τερματίζω, πίνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, σταματάω, σταματώ, ολοκληρώνομαι, τελειώνω το φαγητό μου, ολοκληρώνω, τελειώνω, διακόπτω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, χωρίζω, ολοκληρώνω, τελειώνω, εξαντλώ, οριστικοποιώ, σβήνω, πεθαίνω, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, εξαντλώ, καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, το διαλύω, αποτελειώνω, ξεκάνω, προκύπτω, τελειώνω, ολοκληρώνω, σταματάω, σταματώ, σπάω, κόβω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, καταλήγω να κάνω κτ, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελικό προϊόν, τελειώνω, λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης terminado
ολοκληρώθηκεparticipio pasado El juego había terminado hacia las cuatro de la tarde. Ο αγώνας ολοκληρώθηκε στις 4 η ώρα. |
ολοκληρωμένος, τελειωμένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Aquí es donde se embarcan los productos terminados. |
που έχει τελειώσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω τελειώσει(μόνο παρελθόν) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Menos mal que esa terrible experiencia está terminada. |
τελειώνωparticipio pasado (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando hayan terminado el examen, por favor dejen el lápiz sobre la mesa y esperen a que terminen los demás. |
που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσειadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los economistas creen que la recesión está terminada. |
ολοκληρωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El escritor envió la novela completa al editor. |
ακυρωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El número de suscripciones canceladas a la revista ha aumentado. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Se ha acabado el tiempo. Por favor denme sus respuestas ahora. Τέλειωσε ο χρόνος. Παρακαλώ δώστε μου τις απαντήσεις σας τώρα. |
που έχει κλείσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este asunto está cerrado: no quiero oír ni una sola palabra más al respecto. |
που τελείωσε, που εξαντλήθηκε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La harina fue usada anoche cuando hicimos pan. |
φτάνω στο τέλος,καταλήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τελειώνω, ολοκληρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω ούγια(tejido) (ζαργκόν) |
τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω(κάτι που ήταν στη μέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Termina el informe antes de irte. Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι. |
τελειώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que terminar la tarea antes de ir al centro comercial. |
σταματάω, σταματώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Terminemos por hoy, estamos muy cansados y todo nos sale mal, seguiremos mañana. |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλείνω, τερματίζω, λήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de una hora en el teléfono, ella terminó la conversación. |
συμβαίνω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo terminaron las ortografías de Inglaterra y Estados Unidos escribiendo "color" de forma distinta? |
πηγαίνω, πάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El pronóstico es bueno, pero aún es muy temprano para saber cómo terminará todo. Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλήγω(resultar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si seguimos yendo por este camino, terminaremos perdidos. Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς. |
λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo tanto trabajo que terminar, no sé cómo voy a hacer todo. Tengo que terminar de estudiar antes del examen. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω. |
πίνω όλοverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Termina tu jugo, es hora de irnos. Πιες τον χυμό σου. Είναι ώρα να φύγουμε. |
τελειώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Juan terminó la comida y después se retiró de la casa. Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι. |
κάνω ούγια(tejido) (ζαργκόν) |
τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλήγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si no preguntamos por dónde se va, terminaremos completamente perdidos. Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι. |
τελειώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Terminemos y vayámonos a casa. |
βγαίνω(από κατάσταση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El país está terminando un año de inmenso crecimiento económico. |
διαλύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Matías y Gloria decidieron terminar su compromiso. Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους. |
τρώω όλοverbo transitivo (comida) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si terminas tus vegetales puedes comer postre. Αν φας όλα τα λαχανικά σου, μπορείς να φας επιδόρπιο. |
τερματίζω(σε αγώνα δρόμου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Terminó la carrera en 35 minutos. Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά. |
τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi clase termina al mediodía. Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι. |
έχω τελειώσειverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Terminaste ya? |
τελειώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Han terminado las noticias? Τέλειωσαν οι ειδήσεις; |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Estoy cansada de tus celos. ¡Quiero que terminemos! Δεν αντέχω άλλο τη ζήλια σου. Τελειώσαμε! |
λήγω, σταματάω, τελειώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La venta de liquidación termina mañana al cierre del día laboral. |
καταλήγω, τερματίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La línea férrea terminaba en una gran estación. |
πίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terminó su cerveza y se fue. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías ser capaz de terminar este trabajo en dos horas. |
τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tormenta cesó a primera hora del día. Η καταιγίδα σταμάτησε τις πρώτες πρωινές ώρες. |
ολοκληρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La visita del Papa culminará con una misa en la catedral. Η επίσκεψη του Πάπα θα ολοκληρωθεί με μια λειτουργία στον καθεδρικό ναό. |
τελειώνω το φαγητό μου(comida) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si acabas rápido tendremos más tiempo para jugar. Αν τελειώσεις το φαγητό σου, θα έχουμε περισσότερο χρόνο για παιχνίδι. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan finalizó el informe y se lo envió a su jefa. |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe decidió que Tom no era apto para el puesto y rescindió su contrato. |
ολοκληρώνομαι, τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La historia concluye cuando el héroe rescata a los chicos. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha parado de llover. Η βροχή σταμάτησε. |
χωρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pareja se separó después de tres años juntos. Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sam siempre está haciendo planes, pero nunca completa ninguno. |
εξαντλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El grupo había agotado sus reservas de leña y ahora todos tenían frío. Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν. |
οριστικοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El grupo de trabajo cerró el calendario del proyecto. |
σβήνω, πεθαίνω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi amor por ti nunca morirá. Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ. |
τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No me importa ganar la carrera; lo que no quiero es llegar último. Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος. |
εξαντλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los dos hombres habían agotado los temas de conversación, así que se sentaron en silencio. Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί. |
καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El escritor luchaba por concluir su compleja historia. |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un buen gerente se asegura de que su equipo pueda completar los proyectos. |
το διαλύω(relación) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποτελειώνω, ξεκάνω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sus mentiras fueron la causa de su despido y de toda la situación en la que resultó. Τα ψέματά του ήταν η αιτία της αποπομπής τους από την εταιρεία και, τελικά, της όλης κατάστασης στην οποία οδηγηθήκαμε. |
τελειώνω, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su hijo se graduó del tercer grado. |
σταματάω, σταματώ(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Vosotros dos! ¡Cortad esa pelea ya! Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα! |
σπάω(μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El actor quiere romper su contrato. |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terminaré (or: finalizaré) la pintura para el viernes. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί. |
τελειώνω(έργο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él terminará la traducción en los próximos 30 minutos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές. |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terminaron la conferencia pasada la tarde. |
τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella acabó (or: terminó) los cereales y tuvo que abrir otra caja. Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο. |
καταλήγω να κάνω κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si no consigo un trabajo pronto, terminaré pidiendo limosna en la calle. Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο. |
τελειώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor termina (or: acaba) para que nos podamos ir. Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε. |
τελειώνωverbo transitivo (φέρνω σε τέλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella terminó su relación al cabo de solo dos meses. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες. |
τελειώνω(deporte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo finalizó el partido con un gol de último minuto y ganó 3 a 1. |
τελικό προϊόν
|
τελειώνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No sé bien lo que pasó, cuando llegué ya había terminado todo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η μάχη είχε τελειώσει σε λιγότερο από τρεις ώρες. |
λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκωlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tras una larga charla se pusieron de acuerdo y pudieron finalmente dar el asunto por terminado. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του terminado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του terminado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.