Τι σημαίνει το thirty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης thirty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του thirty στο Αγγλικά.

Η λέξη thirty στο Αγγλικά σημαίνει τριάντα, τριάντα, τριάντα, η τέταρτη δεκαετία, η δεκαετία του '30, τριάντα, τριακοστός, τριακοστός, εννέα και μισή, εννιά και μισή, εννέα και μισή, εννιά και μισή, μισή ώρα, τριάντα οκτώ, τριάντα οχτώ, τριάντα οκτώ, τριάντα οχτώ, τριάντα οκτώ, τριάντα οχτώ, τριάντα οκτώ, τριανταοχτάρι, τριανταοχτάρι διαμετρημα, τριακοστός πρώτος, τριακοστός πρώτος, η τριάντα μία του μηνός, η τριακοστή πρώτη του, τριάντα ένα, τριακοστός πρώτος, τριάντα ενός, τριάντα ένας, τριάντα μία, τριάντα ένα, τριακοστό δεύτερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης thirty

τριάντα

noun (cardinal number: 30)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Thirty is three times ten.
Τρεις φορές το δέκα κάνει τριάντα.

τριάντα

adjective (30 in number)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There are thirty children in my son's class at school.
Υπάρχουν τριάντα παιδιά στην τάξη του γιου μου στο σχολείο.

τριάντα

adjective (30 years of age)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Glenn is thirty.
Ο Γκλέν είναι τριάντα ετών.

η τέταρτη δεκαετία

plural noun (age: 30-39 years) (της ζωής ή κάποιου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My thirties were spent building my career.
Πέρασα τα τριάντα μου χτίζοντας την καριέρα μου.

η δεκαετία του '30

plural noun (decade: 1930s)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The business went bankrupt during the Great Depression of the thirties.
Η εταιρεία πτώχευσε τη δεκαετία του ΄30 κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.

τριάντα

pronoun (people, things: 30 of them)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We made forty cakes, but thirty of them tasted awful.
Φτιάξαμε σαράντα κέικ, αλλά τα τριάντα από αυτά ήταν απαίσια.

τριακοστός

noun (US, written (thirtieth day of specified month)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have three meetings scheduled for March 30.

τριακοστός

noun (mainly UK, written (thirtieth day of specified month)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We must receive your deposit of £50 no later than 30 January.

εννέα και μισή, εννιά και μισή

noun (9.30am, 0930 hours) (το πρωί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nicole arrived at the office just before nine-thirty.
Ξεκινάω τη δουλειά μου στις εννέα και μισή (or: εννιά και μισή). Η ώρα είναι εννέα και μισή (or: εννιά και μισή).

εννέα και μισή, εννιά και μισή

noun (9.30pm, 2130 hours) (το βράδυ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Juan returned home at about nine-thirty.

μισή ώρα

plural noun (period of half an hour)

τριάντα οκτώ, τριάντα οχτώ

noun (cardinal number: 38)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τριάντα οκτώ, τριάντα οχτώ

adjective (38 in number)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τριάντα οκτώ, τριάντα οχτώ

adjective (38 years of age)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τριάντα οκτώ

pronoun (people, things: 38 of them)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τριανταοχτάρι

noun (.38-caliber pistol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τριανταοχτάρι διαμετρημα

noun (cartridge of a .38-caliber pistol)

τριακοστός πρώτος

adjective (tem, person: 31st in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τριακοστός πρώτος

noun (in a series, list: 31st item, person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

η τριάντα μία του μηνός

noun (thirty-first day of the month)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I get paid every month, on the 31st.

η τριακοστή πρώτη του

noun (UK (thirty-first day of specified month)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The 31st May is a public holiday this year.

τριάντα ένα

noun (cardinal number: 31) (απόλυτο αριθμητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I live at number thirty-one.

τριακοστός πρώτος

adjective (31 in number)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are thirty-one days in January. The group was made up of thirty-one girls and thirty-five boys.

τριάντα ενός

adjective (31 years of age)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He will be thirty-one years old on Monday.

τριάντα ένας, τριάντα μία, τριάντα ένα

pronoun (people, things: 31 of them)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τριακοστό δεύτερο

adjective (musical time)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του thirty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.