Τι σημαίνει το third στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης third στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του third στο Αγγλικά.

Η λέξη third στο Αγγλικά σημαίνει τρίτος, τρίτος, τρίτος, τρίτος, τρίτο, τρίτο, τρίτος, τρίτον, τρίτη, τρίτη, τρεις, τρίτη, τρίτη, κπ με περνάω από ανάκριση, ανακρίνω, του ενός τρίτου, τρίτη βάση, αμυντικός βάσης, τρίτος καλύτερος, τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξη, κατώτερος, τρίτο είδος υποθετικού λόγου, τρίτου βαθμού, τρίτη δημοτικού, τρίτος, τρίτο κόμμα, τρίτο πρόσωπο, σε τρίτο πρόσωπο, παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούς, τριτοκλασάτος, φανάρι, ο Τρίτος Κόσμος, του Τρίτου Κόσμου, εξωτερικός συνεργάτης, χαμηλής ποιότητας, κακής ποιότητας, αναπτυσσόμενη χώρα, εικοστός τρίτος, ο εικοστός τρίτος, στις είκοσι τρεις, οι είκοσι τρεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης third

τρίτος

adjective (3rd in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This was the third time he was lied to. The players in the third division are not paid.
Αυτή ήταν η τρίτη φορά που του είπαν ψέματα. Οι παίκτες της τρίτης κατηγορίας δεν πληρώνονται.

τρίτος

adjective (in race, competition: placed 3rd)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was third in the 100-metre freestyle.
Βγήκα τρίτος στα 100 μέτρα ελεύθερο.

τρίτος

adverb (race, competition: in 3rd place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The runner was pleased to have come in third.

τρίτος

noun (in a series, list: 3rd item, person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On the list of tasks, third is mopping the floor.

τρίτο

noun (fraction: 3rd part) (κλάσμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She only ate a third of the sandwich.
Έφαγε μόνο το ένα τρίτο του σάντουιτς.

τρίτο

adverb (extent: 1/3)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The glass of water was a third full.

τρίτος

noun (3rd monarch with specified name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
King James the Third died in battle. Charles III became king of Spain in 1759.

τρίτον

adverb (introducing third point)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
First, I don't feel like going out; second, it's late; and third, the weather is bad.

τρίτη

noun (3rd automobile gear) (για ταχύτητες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He downshifted to third to pass the truck.

τρίτη

noun (musical interval)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
If you transpose down a third, the piece will be easier to play.

τρεις

noun (third day of the month)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I have a haircut on the 3rd.

τρίτη

noun (UK (third day of specified month)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James and Lucy celebrated their 20th wedding anniversary on the third of May.

τρίτη

noun (music: 3rd symphony, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The orchestra played Brahms's Third.

κπ με περνάω από ανάκριση

verbal expression (informal (be interrogated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακρίνω

verbal expression (informal (interrogate, question)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

του ενός τρίτου

adjective (of 1/3, 33.3 per cent)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
She has a one-third share in the business.

τρίτη βάση

noun (baseball: last of three bases that must be touched by runner)

The player made it to third base.

αμυντικός βάσης

noun (baseball: fielding player at third base) (θέση στο μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A third baseman's reflexes should be exceptional.
Τα αντανακλαστικά ενός αμυντικού τρίτης βάσης πρέπει να είναι εξαιρετικά.

τρίτος καλύτερος

adjective (ranked below second best)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After the races they gave out awards and I was third best. She tried and she tried but she only got third best.
Μετά τους αγώνες έδωσαν βραβεία και εγώ ήμουν ο τρίτος καλύτερος. Προσπάθησε σκληρά αλλά ήταν η τρίτη καλύτερη.

τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξη

noun (rank below second)

κατώτερος

adjective (inferior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρίτο είδος υποθετικού λόγου

noun (grammar: for impossible situations)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The third conditional is used for talking about past events that cannot be changed.

τρίτου βαθμού

noun as adjective (burns: severe, deep) (εγκαύματα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τρίτη δημοτικού

noun (US (school year: age 8-9)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρίτος

noun (independent or additional person or group) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're designing the building ourselves, but a third party will build it.
Σχεδιάζουμε το κτίριο μόνοι μας, αλλά θα το κατασκευάσει κάποιος τρίτος.

τρίτο κόμμα

noun (political group additional to 2 main parties)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the UK in 2010 the third party entered a coalition with one of the two major parties.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2010 το τρίτο κόμμα έκανε συνασπισμό με ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα.

τρίτο πρόσωπο

noun (grammar: he, they) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When I say "he spoke", I'm using the verb in the third person.

σε τρίτο πρόσωπο

noun as adjective (narrative: in the third person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most novels are written in the third-person narrative mode.
Τα περισσότερα μυθιστορήματα χρησιμοποιούν τριτοπρόσωπη αφήγηση.

παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούς

noun (American football: players ranked third in ability) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τριτοκλασάτος

adjective (figurative (inferior) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φανάρι

noun (odd person out among three people) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο Τρίτος Κόσμος

noun (poor, developing countries)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
People in rich countries don't do enough to help people in the Third World.

του Τρίτου Κόσμου

noun as adjective (of, in developing countries)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξωτερικός συνεργάτης

noun (external freelancer or consultant)

χαμηλής ποιότητας, κακής ποιότητας

adjective (low quality)

αναπτυσσόμενη χώρα

noun (nation: poor, developing)

εικοστός τρίτος

adjective (item, person: 23rd in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο εικοστός τρίτος

noun (in a series, list: 23rd item, person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στις είκοσι τρεις

noun (twenty-third day of the month)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sorry I missed your birthday; I thought it was the 23rd, not the 21st.

οι είκοσι τρεις

noun (UK (twenty-third day of specified month)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The 23rd of May marks ten years since we moved into this house.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του third στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του third

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.