Τι σημαίνει το tom στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tom στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tom στο πορτογαλικά.
Η λέξη tom στο πορτογαλικά σημαίνει ήχος, τόνος, Τομ, τόνος, προσέγγιση, απόχρωση, απόχρωση, τόνος, τόνος, τόνος, απόχρωση, απαλό χρώμα, αχνό χρώμα, ύφος, μεσοτονικό, δυνατά, εκτός τόνου, παράφωνα, φάλτσα, παράτονα, τόνος επιλογής, χαμηλό τονικό ύψος, τόνος της φωνής, τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδας, μαλακό παστέλ, απαλός τόνος, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιρα, μετριάζω, απαλύνω, μεσοτονικός, καλόγουστος, εκτός τόνου, αχνό παστέλ, απαλό παστέλ, ανοιχτό χρώμα, παράφωνα, κατηγορώντας, γελώντας, επικριτικά, δίνω τον τόνο, ανεβαίνω ένα ημιτόνιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tom
ήχοςsubstantivo masculino (som) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cada chave do telefone tem seu próprio tom. Το κάθε πλήκτρο του τηλεφώνου έχει το δικό του ήχο. |
τόνοςsubstantivo masculino (som) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O tom de uma sirene geralmente é agudo. Ο τόνος της σειρήνας είναι, συνήθως, διαπεραστικός. |
Τομsubstantivo masculino (diminutivo de Tomás) |
τόνοςsubstantivo masculino (φωνή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Filho, não gosto desse tom de voz que você usa comigo! Γιε μου, δε μ' αρέσει ο τόνος της φωνής σου! |
προσέγγισηsubstantivo masculino (modo de expressar-se, estilo) (διάθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O novo chefe dirigiu um tom relaxante aos trabalhadores. Το νέο αφεντικό είχε μια άνετη προσέγγιση με τους εργάτες του. |
απόχρωσηsubstantivo masculino (cor) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Escolhemos um tom azul claro para o quarto do bebê. Διαλέξαμε μια σιέλ απόχρωση για το δωμάτιο του μωρού. |
απόχρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eu gosto muito desse tom de azul. Πραγματικά μου αρέσει αυτή η απόχρωση του μπλε. |
τόνοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τόνοςsubstantivo masculino (qualidade do som) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τόνοςsubstantivo masculino (música) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
απόχρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O tapete tinha uma cor mais escura na sala do que no quarto. Το χαλί είχε μια πιο σκούρα απόχρωση στο σαλόνι απ' ό, τι στο υπνοδωμάτιο. |
απαλό χρώμα, αχνό χρώμα(traço de cor) |
ύφοςsubstantivo masculino (modo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A casa dela é decorada com um estilo bem suave. Το σπίτι της είναι διακοσμημένο σε πολύ ήπιο στυλ. |
μεσοτονικόsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκτός τόνουexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράφωνα, φάλτσα, παράτοναlocução adverbial (ao cantar) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τόνος επιλογής
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χαμηλό τονικό ύψοςsubstantivo masculino (música) (μουσική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόνος της φωνής(qualidade vocal ou entonação) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδαςsubstantivo masculino (cor da pele clara ou escura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλακό παστέλ(médio artístico: giz ou lápis de cêra pastel) |
απαλός τόνος(som suave ou tranquilo) |
τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω(nota errada) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιρα(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετριάζω, απαλύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Έκανα πιο απαλά τα χρώματα στις φωτογραφίες επειδή ήταν πολύ φωτεινές. |
μεσοτονικόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλόγουστοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) As piadas do comediante foram de bom tom, virtualmente ninguém se sentiu ofendido. |
εκτός τόνουexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αχνό παστέλ, απαλό παστέλ(cor muito clara) (χρώμα) |
ανοιχτό χρώμα
Tim não podia passar muito tempo ao sol por causa do tom claro da pele dele. Ο Τιμ δεν μπορούσε να περάσει πολλή ώρα στον ήλιο λόγω του ανοιχτού χρώματος του δέρματός του. |
παράφωναlocução adverbial (música) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele sempre canta abaixo do tom. |
κατηγορώνταςlocução adverbial |
γελώνταςlocução adverbial (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
επικριτικάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δίνω τον τόνοexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβαίνω ένα ημιτόνιοlocução verbal (música) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você precisa aumentar o tom do fá no compasso dezesseis. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tom στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του tom
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.