Τι σημαίνει το toucher στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης toucher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του toucher στο Γαλλικά.

Η λέξη toucher στο Γαλλικά σημαίνει αγγίζω, αγγίζω, άγγιγμα, φτάνω, αφή, παρακολουθούμαι από, ακουμπάω, ακουμπώ, ακουμπάω, ακουμπώ, αγγίζω, εφάπτομαι, βλάπτω, παίρνω, απασχολώ, αφορώ, επηρεάζω, επηρεάζω, αγγίζω, ψηλαφίζω, αίσθηση της αφής, αγγίζω την καρδιά σου, χάιδεμα, άγγιγμα, πειράζω, σκαλίζω, χτυπώ, αφή, παίρνω, πιάνω, πιάνω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, αποκτώ, προσπαθώ να επικοινωνήσω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, άγγιγμα, πέφτω, εισπράττω, εξαργυρώνω, κερδίζω, πλήττω, ταλανίζω, αγγίζω, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, ακουμπάω, ακουμπώ, αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ, ευχάριστος στην αφή, πειράζω, άγγιγμα με τα δάχτυλα, πατώνω, πιάνω πάτο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα, κερδίζω το πρώτο βραβείο, βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματα, πετυχαίνω, αγγίζω μια ευαίσθητη χορδή, τσούζω, φτάνω στον πάτο, τέμνομαι, θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα, δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι, πειράζω, φτάνω το κατώτερο σημείο, συγκινώ βαθιά, πετυχαίνω διάνα, που σχετίζεται με την αίσθηση που δημιουργεί η υφή ενός πράγματος, δρασκελιά, άφιξη στη στεριά, παίρνω μια γεύση από κτ, την κάνω λαχείο, παίζω με κτ, επεμβαίνω σε κτ, αγγίζω, αφήνω κτ ήσυχο, παίζω με κτ, πιάνω, μπλέκομαι με κτ, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, χτυπάω τα πόδια μου, διπλοπληρώνομαι, βγάζω, αγγίζω με τα δάχτυλα, αγγίζω με τη γλώσσα, ακουμπάω με τα χείλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης toucher

αγγίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a touché son épaule.
Την άγγιξε στον ώμο.

αγγίζω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a été touchée par la vie de cette femme.
Η ιστορία της γυναίκας την άγγιξε.

άγγιγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce papier peint est rugueux au toucher.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το άγγιγμά του την παρηγόρησε.

φτάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses jambes étaient si longues que ses pieds touchaient le bout du lit.
Τα πόδια του ήταν τόσο μακριά που έφταναν στην άκρη του κρεβατιού.

αφή

nom masculin (sens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ses doigts n'ont plus aucun sens du toucher.

παρακολουθούμαι από

(TV, radio) (εικόνα)

Ce programme touche des milliers d'adolescents.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La table touche le mur.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recule le canapé pour qu'il touche le mur.

αγγίζω

verbe transitif (faire du mal) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne la touche pas ou je te tue !

εφάπτομαι

verbe transitif (Géométrie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ligne touche le cercle au point " A ".

βλάπτω

verbe transitif (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les fleurs ont été touchées par le givre.

παίρνω

verbe transitif (un salaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il touche (or: perçoit) un bon salaire pour tout son travail.

απασχολώ, αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est un problème qui concerne tout le monde.
Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες.

επηρεάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le plan gouvernemental va affecter un grand nombre de gens.
Το σχέδιο της κυβέρνησης θα θίξει πολλούς ανθρώπους.

επηρεάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le film sur un survivant du cancer m'a profondément ému.
Η ταινία για έναν άνθρωπο που επέζησε από καρκίνο με επηρέασε βαθιά.

αγγίζω, ψηλαφίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a touché le chemisier pour examiner son tissu.
Άγγιξε (or: ψηλάφισε) την μπλούζα για να νιώσει το ύφασμα.

αίσθηση της αφής

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγγίζω την καρδιά σου

verbe transitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάιδεμα

(animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άγγιγμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu peux regarder les animaux mais souviens-toi, interdiction de toucher !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα βρέφη δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά χωρίς το άγγιγμα της μητέρας τους.

πειράζω, σκαλίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelqu'un a touché au cadenas. Quelqu'un a touché à mes affaires, elles sont en désordre.
Κάποιος σκάλιζε την κλειδαριά.

χτυπώ

(une cible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La flèche a touché sa cible.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη.

αφή

nom masculin (sens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sans électricité, il devait se déplacer au toucher.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν σκοτεινά και έπρεπε να βασιστούμε στην αφή για να βρούμε την έξοδο.

παίρνω

verbe transitif (de l'argent, un salaire) (μισθό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il touche un excellent salaire.

πιάνω

verbe transitif (Sports)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur toucha la balle d'une main.

πιάνω

verbe transitif (jeu d'enfant) (στο κυνηγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

verbe transitif (εξερευνώ με την αφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle toucha le tissu pour en examiner la qualité.
Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.

αποκτώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a touché un gros héritage alors qu'il était assez jeune.
Απέκτησε μια μεγάλη κληρονομιά όταν ήταν αρκετά νέος.

προσπαθώ να επικοινωνήσω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai essayé de venir en aide (or: tendre la main) à la famille quand ils étaient dans le besoin.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Polly a malencontreusement heurté l'épaule de sa sœur.
Η Πόλι χτύπησε κατά λάθος τον ώμο της αδερφής της.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άγγιγμα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellen n'a eu qu'à toucher rapidement le tissu pour dire que ce n'était pas ce qu'elle voulait.

πέφτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'œuf se cassa quand il toucha le sol.

εισπράττω

(πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le livreur de journaux a récupéré l'argent qu'on lui devait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πέρασε η σπιτονοικοκυρά να πάρει το νοίκι.

εξαργυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La plupart des supermarchés font payer une commission quand ils encaissent un chèque.
Τα περισσότερα σούπερ μάρκετ εξαργυρώνουν επιταγές πληρωμών έναντι χρέωσης.

κερδίζω

verbe transitif (de l'argent) (εισόδημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combien allez-vous gagner (or: toucher) par semaine à votre nouveau travail ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο.

πλήττω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταλανίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγγίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aime bien manier (or: toucher) un tissu avant de l'acheter.
Μου αρέσει να πιάνω τα υφάσματα για λίγη ώρα πριν τα αγοράσω.

σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry s'est approché de Catherine et lui a tapoté sur l'épaule.
Ο Χάρι πλησίασε την Κάθριν και την άγγιξε στον ώμο.

πλήττω

verbe transitif (une ville,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ville a été frappée par la tempête mardi.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les deux tables se touchaient.

αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ

verbe transitif indirect (à son repas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'enfant n'avait pas touché à son repas.

ευχάριστος στην αφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πειράζω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άγγιγμα με τα δάχτυλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατώνω

(navire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le navire s'est échoué sur la barrière de corail.

πιάνω πάτο

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ο Ντέιβ έπιασε πάτο όταν τον παράτησε η κοπέλα του.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locution verbale

Les ouvriers touchaient leur salaire à la fin de chaque semaine.

κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La soirée touchait à sa fin lorsque l'orchestre attaqua la valse finale.
Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς.

ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα

(familier) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après vingt ans à ce poste, il en connaît un rayon niveau construction.

κερδίζω το πρώτο βραβείο

locution verbale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour chaque billet vendu, on touche de l'argent.
Με κάθε εισιτήριο που πουλάμε, κερδίζουμε λεφτά.

πετυχαίνω

locution verbale (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est adroit aux fléchettes, il touche la cible à chaque fois.

αγγίζω μια ευαίσθητη χορδή

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son discours a touché la corde sensible des électeurs au chômage.

τσούζω

(μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω στον πάτο

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mike a touché le fond quand il a raté tous ses examens.

τέμνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πειράζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne touche pas à l'antivol.
Μην πειράξεις τον αντικλεπτικό μηχανισμό.

φτάνω το κατώτερο σημείο

(récession)

Il semble que la récession ait atteint le point le plus bas et que nous voyions une amélioration des conditions économiques.
Φαίνεται ότι η ύφεση έφτασε στο κατώτερο σημείο και τώρα βλέπουμε μια βελτίωση στις οικονομικές συνθήκες. Οι ναρκομανείς μπορεί να πρέπει να πιάσουν πάτο πριν αποδεχθούν ότι χρειάζονται βοήθεια.

συγκινώ βαθιά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai été profondément touché par votre aimable attention.

πετυχαίνω διάνα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'étendue du problème de poids de Ruth l'a vraiment frappée quand elle a vu une photo d'elle lors d'une soirée.

που σχετίζεται με την αίσθηση που δημιουργεί η υφή ενός πράγματος

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La couverture duveteuse, agréable au toucher, était réconfortante.
Η αίσθηση που δημιουργούσε η επαφή με τη χνουδωτή κουβέρτα ήταν ευχάριστη.

δρασκελιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το άγριο ελάφι στάθηκε μια δρασκελιά από εμάς.

άφιξη στη στεριά

(d'une tempête) (για τυφώνα, θύελλα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παίρνω μια γεύση από κτ

(figuré, familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την κάνω λαχείο

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω με κτ

(μεταφορικά)

Beth jouait nerveusement avec l'une de ses boucles d'oreille.

επεμβαίνω σε κτ

Σε παρακαλώ μην πειράζεις τις ρυθμίσεις στον υπολογιστή μου γιατί τις έχω όπως ακριβώς τις θέλω.

αγγίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark touchait le tissu du pouce, pour sentir sa qualité.
Ο Μαρκ άγγιξε το υλικό για να δει την ποιότητά του.

αφήνω κτ ήσυχο

locution verbale

παίζω με κτ

verbe transitif indirect (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Ta peinture est bien maintenant, n'y touche plus ou tu vas faire plus de mal que de bien.
Ο πίνακάς σου είναι καλός τώρα, μην τον πειράξεις άλλο γιατί θα τον καταστρέψεις.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne touche pas à ce vase ! Tu vas le faire tomber !
Μην πιάνεις αυτό το βάζο. Μπορεί να σου πέσει.

μπλέκομαι με κτ

(s'adonner à)

Tout est allé à vau-l'eau quand il a commencé à toucher à la drogue.
Από τη στιγμή που μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα.

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

Le soldat a été blessé (par balle) à la jambe.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

χτυπάω τα πόδια μου

verbe pronominal (cheval : jambe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le cheval s'est fatigué et ses jambes ont commencé à se toucher.

διπλοπληρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω

(καθαρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise de Ben avait rapporté environ vingt mille dollars net à la fin de la première année.

αγγίζω με τα δάχτυλα

verbe transitif (κατά λέξη: των ποδιών)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les coureurs étaient debout, touchant la ligne de départ du bout des pieds.

αγγίζω με τη γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακουμπάω με τα χείλια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του toucher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του toucher

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.