Τι σημαίνει το touche στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης touche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του touche στο Γαλλικά.

Η λέξη touche στο Γαλλικά σημαίνει πλήκτρο, πινελιά, πλήκτρο, λεπτομέρεια, πινελιά, τουσέ, ταστιέρα, ταστιέρα, ταστιέρα, πληγείς, ύφος, νότα, τσιμπάω, νότα, πινελιά, καβαλάρης, συγκινούμαι, πλήκτρο, αίσθηση, εξαργυρωμένος, πιεστικός διακόπτης, περιστροφικός διακόπτης, πλήκτρο, κουμπί, γκολ, συγκινούμαι, που νιώθει ταπεινοφροσύνη, αγγίζω, αγγίζω, άγγιγμα, φτάνω, αφή, παρακολουθούμαι από, ακουμπάω, ακουμπώ, ακουμπάω, ακουμπώ, αγγίζω, εφάπτομαι, βλάπτω, παίρνω, απασχολώ, αφορώ, επηρεάζω, επηρεάζω, αγγίζω, ψηλαφίζω, αίσθηση της αφής, αγγίζω την καρδιά σου, χάιδεμα, άγγιγμα, πειράζω, σκαλίζω, χτυπώ, αφή, παίρνω, πιάνω, πιάνω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, αποκτώ, προσπαθώ να επικοινωνήσω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, άγγιγμα, πέφτω, εισπράττω, εξαργυρώνω, κερδίζω, πλήττω, ταλανίζω, αγγίζω, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, παιδί για όλες τις δουλειές, χώνω παντού τη μύτη μου, παραγκωνίζω, πολύπλευρος χαρακτήρας, που δε φαγώθηκε, που έχει προσβληθεί, που έχει προσβληθεί από κτ, χτύπα ξύλο, είμαι εκτός, κάτω τα χέρια, πλάγια γραμμή, backspace, πλήκτρο Tab, γραμμή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλήκτρο λειτουργίας, πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου, πλήκτρο Enter, κλείδωμα πλήκτρου κύλισης, τελευταίες πινελιές, τελευταίες πινελιές, με αφορά, δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι από, βάζω τις τελευταίες πινελιές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης touche

πλήκτρο

nom féminin (sur un clavier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À la fin de chaque ligne, il faut taper sur la touche Entrée.
Όταν ολοκληρώνεις μια γραμμή, πρέπει να πατάς το πλήκτρο enter.

πινελιά

nom féminin (style) (μεταφορικά: στιλ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le créateur de Milan a ajouté une touche italienne à la pièce.
Ο σχεδιαστής από το Μιλάνο προσέθεσε μια ιταλική πινελιά στο δωμάτιο.

πλήκτρο

nom féminin (sur un piano)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le piano a de nombreuses touches noires et blanches.
Το πιάνο έχει πολλά άσπρα και μαύρα πλήκτρα.

λεπτομέρεια

nom féminin (détail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils ont agrémenté la cuisine de jolies touches. Vise un peu les détails !

πινελιά

(Peinture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il fallait des dizaines de coups de pinceau pour peindre le ciel.

τουσέ

interjection (Escrime) (ξιφασκία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ταστιέρα

(Musique : partie du manche d'une guitare) (κιθάρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταστιέρα

(Musique : partie du manche)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταστιέρα

nom féminin (violon) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πληγείς

adjectif (zone, bateau,...)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Les organisations humanitaires se sont dépêchées d'envoyer des vivres dans les zones touchées.
Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις βιάστηκαν να στείλουν προμήθειες έκτακτης ανάγκης στις πληγείσες περιοχές.

ύφος

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le styliste a agrémenté cette robe d'une touche moderne.

νότα

(goût, odeur) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce vin a une touche de fruits rouges.

τσιμπάω

nom féminin (pêche) (ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai passé toute la journée ici et je n'ai pas fait la moindre touche.
Ήμουν όλη μέρα εκεί και δεν τσίμπησε ούτε ένα ψάρι.

νότα, πινελιά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La jupe était noire avec quelques touches de ruban rouge.

καβαλάρης

nom masculin (d'un instrument à cordes) (βιολί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John a emmené son violon chez le réparateur pour faire remplacer la touche qui s'était fendue.

συγκινούμαι

adjectif (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai été touchée par le nombre de personnes qui m'ont envoyé une carte.

πλήκτρο

nom féminin (Informatique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai appuyé sans faire exprès sur une touche, et depuis, mon ordinateur ne reconnaît plus aucun périphérique.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est un café, mais avec la touche (or: l'atmosphère) d'un pub.
Καφετέρια είναι, αλλά δίνει την αίσθηση μιας παμπ.

εξαργυρωμένος

(chèque)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πιεστικός διακόπτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιστροφικός διακόπτης

Dan tripotait le bouton afin de capter une station de radio.
Ο Νταν έπαιζε με τον περιστροφικό δείκτη προσπαθώντας να πιάσει κάποιο σταθμό στο ράδιο.

πλήκτρο, κουμπί

(sur un ordinateur)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Clique une fois sur le bouton droit de la souris.
Πάτα το δεξί πλήκτρο στο ποντίκι μία φορά.

γκολ

(Football américain, anglicisme) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Gregory a marqué son premier touch-down contre les Tigres aujourd'hui !
Ο Γκρέγκορι έβαλε, σήμερα, το πρώτο του γκολ στον αγώνα εναντίον των Τάιγκερς.

συγκινούμαι

adjectif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai été tellement ému par la musique que j'ai eu envie de pleurer.
Συγκινήθηκα τόσο από τη μουσική, που ήθελα να κλάψω.

που νιώθει ταπεινοφροσύνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγγίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a touché son épaule.
Την άγγιξε στον ώμο.

αγγίζω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a été touchée par la vie de cette femme.
Η ιστορία της γυναίκας την άγγιξε.

άγγιγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce papier peint est rugueux au toucher.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το άγγιγμά του την παρηγόρησε.

φτάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses jambes étaient si longues que ses pieds touchaient le bout du lit.
Τα πόδια του ήταν τόσο μακριά που έφταναν στην άκρη του κρεβατιού.

αφή

nom masculin (sens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ses doigts n'ont plus aucun sens du toucher.

παρακολουθούμαι από

(TV, radio) (εικόνα)

Ce programme touche des milliers d'adolescents.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La table touche le mur.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recule le canapé pour qu'il touche le mur.

αγγίζω

verbe transitif (faire du mal) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne la touche pas ou je te tue !

εφάπτομαι

verbe transitif (Géométrie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ligne touche le cercle au point " A ".

βλάπτω

verbe transitif (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les fleurs ont été touchées par le givre.

παίρνω

verbe transitif (un salaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il touche (or: perçoit) un bon salaire pour tout son travail.

απασχολώ, αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est un problème qui concerne tout le monde.
Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες.

επηρεάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le plan gouvernemental va affecter un grand nombre de gens.
Το σχέδιο της κυβέρνησης θα θίξει πολλούς ανθρώπους.

επηρεάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le film sur un survivant du cancer m'a profondément ému.
Η ταινία για έναν άνθρωπο που επέζησε από καρκίνο με επηρέασε βαθιά.

αγγίζω, ψηλαφίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a touché le chemisier pour examiner son tissu.
Άγγιξε (or: ψηλάφισε) την μπλούζα για να νιώσει το ύφασμα.

αίσθηση της αφής

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγγίζω την καρδιά σου

verbe transitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάιδεμα

(animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άγγιγμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu peux regarder les animaux mais souviens-toi, interdiction de toucher !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα βρέφη δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά χωρίς το άγγιγμα της μητέρας τους.

πειράζω, σκαλίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelqu'un a touché au cadenas. Quelqu'un a touché à mes affaires, elles sont en désordre.
Κάποιος σκάλιζε την κλειδαριά.

χτυπώ

(une cible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La flèche a touché sa cible.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη.

αφή

nom masculin (sens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sans électricité, il devait se déplacer au toucher.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν σκοτεινά και έπρεπε να βασιστούμε στην αφή για να βρούμε την έξοδο.

παίρνω

verbe transitif (de l'argent, un salaire) (μισθό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il touche un excellent salaire.

πιάνω

verbe transitif (Sports)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur toucha la balle d'une main.

πιάνω

verbe transitif (jeu d'enfant) (στο κυνηγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

verbe transitif (εξερευνώ με την αφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle toucha le tissu pour en examiner la qualité.
Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.

αποκτώ

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a touché un gros héritage alors qu'il était assez jeune.
Απέκτησε μια μεγάλη κληρονομιά όταν ήταν αρκετά νέος.

προσπαθώ να επικοινωνήσω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai essayé de venir en aide (or: tendre la main) à la famille quand ils étaient dans le besoin.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Polly a malencontreusement heurté l'épaule de sa sœur.
Η Πόλι χτύπησε κατά λάθος τον ώμο της αδερφής της.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άγγιγμα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellen n'a eu qu'à toucher rapidement le tissu pour dire que ce n'était pas ce qu'elle voulait.

πέφτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'œuf se cassa quand il toucha le sol.

εισπράττω

(πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le livreur de journaux a récupéré l'argent qu'on lui devait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πέρασε η σπιτονοικοκυρά να πάρει το νοίκι.

εξαργυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La plupart des supermarchés font payer une commission quand ils encaissent un chèque.
Τα περισσότερα σούπερ μάρκετ εξαργυρώνουν επιταγές πληρωμών έναντι χρέωσης.

κερδίζω

verbe transitif (de l'argent) (εισόδημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combien allez-vous gagner (or: toucher) par semaine à votre nouveau travail ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο.

πλήττω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταλανίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγγίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aime bien manier (or: toucher) un tissu avant de l'acheter.
Μου αρέσει να πιάνω τα υφάσματα για λίγη ώρα πριν τα αγοράσω.

σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry s'est approché de Catherine et lui a tapoté sur l'épaule.
Ο Χάρι πλησίασε την Κάθριν και την άγγιξε στον ώμο.

πλήττω

verbe transitif (une ville,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ville a été frappée par la tempête mardi.

παιδί για όλες τις δουλειές

nom masculin et féminin invariable

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mon père était un vrai touche-à-tout : il pouvait quasiment tout réparer.

χώνω παντού τη μύτη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je n'ose pas quitter des yeux mon petit garçon de deux ans parce que c'est un vrai touche-à-tout.

παραγκωνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les nouvelles locales ont été écartées par l'éruption volcanique.
Έβαλαν στην άκρη την παρουσίαση των τοπικών νέων λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης.

πολύπλευρος χαρακτήρας

nom masculin et féminin invariable

που δε φαγώθηκε

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει προσβληθεί

(ασθένεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La moitié du village était touchée par la maladie.

που έχει προσβληθεί από κτ

(maladie)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτύπα ξύλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι εκτός

locution adverbiale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτω τα χέρια

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eh ! Je viens juste de faire ces petits pains. Pas touche !
Έι! Μόλις τα έφτιαξα αυτά τα ψωμάκια - κάτω τα χέρια! Κάτω τα χέρια! Φτιάξε δικό σου σάντουιτς.

πλάγια γραμμή

nom féminin (Sports)

Il a attrapé le ballon sur la ligne de touche.

backspace

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πλήκτρο Tab

nom féminin (clavier)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γραμμή

nom féminin (που οριοθετεί το γήπεδο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin

πλήκτρο λειτουργίας

nom féminin (clavier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου

nom féminin (σε συσκευή υπολογιστή)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La touche contrôle est utilisée pour modifier l'action des autres touches.

πλήκτρο Enter

nom féminin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλείδωμα πλήκτρου κύλισης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίες πινελιές

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Je te laisse le soin d'apporter la touche finale à la décoration de la pièce.

τελευταίες πινελιές

nom féminin

Et voilà, je mets la dernière touche au glaçage du gâteau.

με αφορά

Nous sommes tous touchés par le futur de notre pays.
Το μέλλον της χώρας μας μας αφορά όλους.

δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω τις τελευταίες πινελιές

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je dois juste apporter la touche finale à mon tableau.
Έχω απλά να βάλω τις τελευταίες πινελιές πριν ολοκληρώσω τον πίνακα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του touche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του touche

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.