Τι σημαίνει το trabajador στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης trabajador στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trabajador στο ισπανικά.
Η λέξη trabajador στο ισπανικά σημαίνει εργαζόμενος, υπάλληλος, εργάτης, εργάτρια, με τα μούτρα στη δουλειά, εργάτης, άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη, εργάτης, δουλευταράς, εργαζόμενος άντρας, εργάτης, εργατικός, εργάτης, εργάτης, εργαζόμενος, υπάλληλος, εργατικός, εργατικός, εργάτης, διαρκής, υπάλληλος, υπάλληλος, υπάλληλος, υπάλληλος, ειδικευμένος εργάτης, που δουλεύει από το σπίτι, μετανάστης, ελεύθερος επαγγελματίας, αυτός με το κουστούμι, ο τύπος με το κουστούμι, άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά, πόρνη, ιερόδουλη, αλλοδαπός εργαζόμενος, κοινωνικός λειτουργός, αργός αλλά σταθερός εργάτης, εργαζόμενος, ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητος επαγγελματίας, εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι, εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία, αγρεργάτης, αγρεργάτρια, σιδηρουργός, εξωτερικός συνεργάτης, εργαζόμενος με αμοιβή κατ' αποκοπήν, που δουλεύει πάρα πολύ σκληρά, δουλευταράς, δουλευταρού, ελεύθερο πουλί, επιπλοποιός, μεταλλουργός, οικονομικός μετανάστης, υπάλληλος μερικής απασχόλησης, σιδηροδρομικός υπάλληλος, μισθωτός, κοινωνικός λειτουργός, ανεξάρτητος επιχειρηματίας, προσωρινός υπάλληλος, μέλος συνδικαλιστικού σωματείου, κοινωνικός λειτουργός, υπάλληλος γραφείου, εθελοντής, κοινωνικός λειτουργός, οικοδόμος, χτίστης, εργαζόμενος στην αυτοκινητοβιομηχανία, κοινωνικός λειτουργός, αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη, ελεύθερος επαγγελματίας, λατόμος, μεταφορέας, συμβασιούχος υπάλληλος, απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη, διακινούμενος εργαζόμενος, συμβασιούχος υπάλληλος, η απογευματινή βάρδια, δίοπος, ως ελεύθερος επαγγελματίας, μετακινούμενος υπάλληλος, εργάτης σε χωράφια, εποχιακός εργάτης, ημιαπασχολούμενος, ημιαπασχολούμενη, εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες, υπηρέτης με συμφωνητικό που δεν λαμβάνει μισθό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης trabajador
εργαζόμενος, υπάλληλος(empleado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La compañía valora a sus trabajadores. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δουλεύει ως εργάτρια σε εργοστάσιο τροφίμων. |
εργάτης, εργάτρια(en general) (χειρωνακτική εργασία) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Los trabajadores fueron a la huelga para pedir más dinero. |
με τα μούτρα στη δουλειάadjetivo (μτφ, καθομιλουμένη) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) MIguel era muy trabajador con su proyecto de historia. |
εργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δουλευταράς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Julie es muy trabajadora y siempre hace todo lo que le piden. |
εργαζόμενος άντραςnombre masculino |
εργάτηςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los trabajadores de esta compañía están en la fábrica ensamblando los productos. |
εργατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los trabajadores temporales que ayudan en la cosecha son muy laboriosos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι σκληρά εργαζόμενες νοικοκυρές δεν παίρνουν ποτέ την αναγνώριση που τους αξίζει. |
εργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εργάτηςnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εργαζόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
υπάλληλος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Los trabajadores de la empresa se encargan de que las operaciones fluyan con normalidad. |
εργατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El estudiante industrioso solía estudiar toda la noche. |
εργατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi padre viene de una familia obrera. |
εργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ted trabaja como peón en el campo y pasa todo el día bajo el sol. |
διαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπάλληλος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) La compañía exige que todos los empleados respeten las reglas del manual. Η εταιρεία απαιτεί όλοι οι υπάλληλοι (or: εργαζόμενοι) να τηρούν τους κανόνες που καθορίζονται στο εγχειρίδιο προσωπικού. |
υπάλληλος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υπάλληλος(γενικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Trabaja como empleado en un banco. |
υπάλληλος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) El operario de la fábrica se quejó de dolores de espalda. |
ειδικευμένος εργάτης
|
που δουλεύει από το σπίτι
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Debido a su pobre estado de salud, Sharon es una teletrabajadora. |
μετανάστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El emigrante buscó trabajo en varios pueblos y ciudades. |
ελεύθερος επαγγελματίας(voz inglesa) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Solía trabajar en una gran empresa, pero ahora soy freelancer. Παλιά εργαζόμουν για μια μεγάλη εταιρεία αλλά τώρα είμαι ελεύθερος επαγγελματίας. |
αυτός με το κουστούμι, ο τύπος με το κουστούμι(MX, coloquial, despectivo) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Los trajeados dicen que debemos cambiar el proceso? ¿Qué saben ellos? |
άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La autopista está congestionada todas las mañanas de los días de labor a causa de los trabajadores pendulares. Η εθνική οδός έχει κίνηση εξαιτίας των εργαζομένων που πηγαίνουν στη δουλειά τους τις καθημερινές το πρωί. |
πόρνη, ιερόδουλη(γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Edward encuentra difícil relacionarse con mujeres, así que paga a una prostituta por sexo. Oliver trabajó como prostituto para pagarse la universidad. |
αλλοδαπός εργαζόμενοςlocución nominal masculina (persona: trabajo en país extranjero) |
κοινωνικός λειτουργός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un asistente social visitaba a la familia Hampton para ver cómo está su hijo adoptado. |
αργός αλλά σταθερός εργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Katie es una trabajadora lenta pero laboriosa; al final siempre termina el trabajo. |
εργαζόμενος(σε λούνα παρκ, τσίρκο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητος επαγγελματίας
|
εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγρεργάτης, αγρεργάτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
σιδηρουργός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εξωτερικός συνεργάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εργαζόμενος με αμοιβή κατ' αποκοπήν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που δουλεύει πάρα πολύ σκληρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλευταράς, δουλευταρού(formal) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Mi hija es una trabajadora diligente con sus deberes cuando le prometo comprarle un helado. H κόρη μου κάνει με ζήλο τις δουλειές της, κάθε φορά που της τάζω παγωτό. |
ελεύθερο πουλί(literal) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιπλοποιόςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεταλλουργός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Contraté a un trabajador del metal para que restaure el enrejado de hierro antiguo de mi jardín. |
οικονομικός μετανάστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los empleadores inescrupulosos muchas veces se aprovechan de los trabajadores emigrantes. |
υπάλληλος μερικής απασχόλησης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mucha madres son trabajadoras a tiempo parcial porque no pueden trabajar a tiempo completo y cuidar de los niños. Πολλές μητέρες είναι υπάλληλοι μερικής απασχόλησης: δεν μπορούν να δουλέψουν πλήρες ωράριο λόγω των παιδιών τους. |
σιδηροδρομικός υπάλληλοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μισθωτός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los trabajadores asalariados trabajan para otros a cambio de un sueldo mensual. |
κοινωνικός λειτουργός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Las trabajadores sociales visitan a las familias cuando sospechan que los niños pueden estar en riesgo. Οι κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τις οικογένειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα παιδιά ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο. |
ανεξάρτητος επιχειρηματίας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσωρινός υπάλληλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La empresa tomó a un trabajador temporal mientras la secretaria estaba con licencia por maternidad. |
μέλος συνδικαλιστικού σωματείου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινωνικός λειτουργόςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Algunos trabajadores sociales visitan a ancianos que viven solos. |
υπάλληλος γραφείου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εθελοντής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Su gobierno envía montones de voluntarios a otros países cuando ocurren desastres naturales. |
κοινωνικός λειτουργός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Una trabajadora social visita la casa de Rita todas las mañanas para ayudarla a bañarse y vestirse. |
οικοδόμος, χτίστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los obreros de la construcción usan cascos para protegerse. |
εργαζόμενος στην αυτοκινητοβιομηχανία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El sindicato tiene buenos salarios asegurados para los operarios del sector automovilístico. |
κοινωνικός λειτουργόςlocución nominal con flexión de género (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) La trabajadora social entrevistó a la familia para saber qué tipo de ayuda necesitaban. |
αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη
|
ελεύθερος επαγγελματίας
A Juan le gusta ser un trabajador independiente porque puede manejar sus propios horarios. |
λατόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεταφορέας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los trabajadores de mudanzas bajaron las cajas por la escalera. |
συμβασιούχος υπάλληλος
|
απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη
|
διακινούμενος εργαζόμενος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Cada verano miles de trabajadores migrantes van al norte a buscar trabajo en las cosechas. |
συμβασιούχος υπάλληλος
|
η απογευματινή βάρδια(ανάλογα με την ώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίοπος(χαμηλόβαθμος στο ναυτικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ως ελεύθερος επαγγελματίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tras el cierre de la compañía, empezó a trabajar como freelancer. |
μετακινούμενος υπάλληλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάτης σε χωράφια
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εποχιακός εργάτης
|
ημιαπασχολούμενος, ημιαπασχολούμενη
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες
|
υπηρέτης με συμφωνητικό που δεν λαμβάνει μισθό
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trabajador στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του trabajador
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.