Τι σημαίνει το trainer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trainer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trainer στο Αγγλικά.

Η λέξη trainer στο Αγγλικά σημαίνει γυμναστής, γυμνάστρια, εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια, εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια, εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια, αθλητικά, ελλειπτικό μηχάνημα, εκπαιδευτής σκύλων, εκπαιδευτής σκύλων, ελλειπτικό μηχάνημα, εκπαιδευτής αλόγων, προσωπικός γυμναστής, προσωπικός γυμναστής, προσωπική γυμνάστρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trainer

γυμναστής, γυμνάστρια

noun (physical fitness instructor) (στο γυμναστήριο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The trainer at the gym showed the new members how to use the equipment.
Ο γυμναστής στο γυμναστήριο έδειξε στα νέα μέλη πως να χρησιμοποιούν τα όργανα.

εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια

noun (animal behaviour expert)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The couple called in a trainer to help with their dog, as they couldn't control him.
Το ζευγάρι κάλεσε έναν εκπαιδευτή για να βοηθήσει με τον σκύλο του μιας και δεν μπορούσαν να τον ελέγξουν.

εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια

noun ([sb] who trains racehorses)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
This horse's trainer is very pleased with his performance today.

εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια

noun (corporate instructor)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The company brought in a trainer to show the employees in the Madrid office how to use the software.
Η εταιρεία έφερε έναν εκπαιδευτή για να δείξει στους υπαλλήλους στο γραφείο της Μαδρίτης πως να χρησιμοποιούν το λογισμικό.

αθλητικά

noun (UK, usually plural (sneaker: sports shoe)

Maria had decided to start running, so she bought some trainers.

ελλειπτικό μηχάνημα

noun (exercise machine)

εκπαιδευτής σκύλων

noun (teaches dogs good behavior)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκπαιδευτής σκύλων

noun (trains dogs for a role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've always admired the patience shown by dog trainers.
Πάντοτε θαύμαζα την υπομονή των εκπαιδευτών σκύλων.

ελλειπτικό μηχάνημα

noun (exercise equipment: crosstrainer) (άθλησης)

εκπαιδευτής αλόγων

noun ([sb] who teaches behaviour to horses)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσωπικός γυμναστής

noun (individual fitness advisor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσωπικός γυμναστής, προσωπική γυμνάστρια

noun (fitness instructor or coach)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trainer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trainer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.