Τι σημαίνει το train στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης train στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του train στο Αγγλικά.

Η λέξη train στο Αγγλικά σημαίνει τρένο, τραίνο, εκπαιδεύω, εκπαιδεύω, προπονούμαι, κάνω εκπαίδευση, εκπαιδεύω κπ σε κτ, μαθαίνω κτ σε κπ, εκπαιδεύω κπ να κάνει κτ, μαθαίνω κπ να κάνει κτ, εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ, ουρά, ουρά, κουστωδία, επακόλουθο, ουρά, -, προπονώ, εκπαιδεύω, μαθαίνω, στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, υπέρταχεία, με το τρένο, φορτηγό τρένο, φορτηγό τραίνο, παίρνω το τρένο, εκπαιδεύω κάποιον σε διαφορετικούς τομείς, σύστημα κίνησης, ηλεκτρικό τρένο, ηλεκτροκίνητο τρένο, ταχεία, εμπορική αμαξοστοιχία, αμαξοστοιχία μεταφοράς εμπορευμάτων, αμαξοστοιχία εμπορευμάτων, πιάνω την καλή, αμαξοστοιχία υψηλής ταχύτητας, εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του, τοπικό τρένο, νυχτερινό τρένο, νυχτερινό τραίνο, επιβατική αμαξοστοιχία, μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο, σύστημα κινητήρα και μετάδοσης, βαγόνι, εναέριο τρένο, εναέριο τραίνο, μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα, τρενάκι, βαγόνι, ελεγκτής εισιτηρίων, μηχανοδηγός, ειρμός των σκέψεων, δρομολόγια τρένων, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός των τρένων, στάση, τερματικός σιδηροδρομικός σταθμός, εισιτήριο τρένου, σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές, ταξίδι με τρένο, σιδηροδρομικό ατύχημα, χάλι, που ζορίζεται, που του έρχονται δύσκολα, παρατηρητής τρένων, λεπτολόγος, λεπτολόγα, καραβάνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης train

τρένο, τραίνο

noun (railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are trains leaving for Paris every hour.
Υπάρχουν τρένα που φεύγουν για το Παρίσι κάθε ώρα.

εκπαιδεύω

transitive verb (teach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have someone new starting at work on Monday and I have to train her.
Έχουμε μια καινούρια που ξεκινάει την Δευτέρα στη δουλειά και εγώ πρέπει να την εκπαιδεύσω.

εκπαιδεύω

transitive verb (animal: teach to behave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is hard work training a dog.

προπονούμαι

intransitive verb (sports: practise, exercise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The team trained daily at the beginning of the season.
Η ομάδα προπονείται καθημερινά στην αρχή της σεζόν.

κάνω εκπαίδευση

intransitive verb (learn)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They trained to be mechanics. No, I can't do it yet, I am still training.
Έλαβαν εκπαίδευση για να γίνουν μηχανικοί.

εκπαιδεύω κπ σε κτ, μαθαίνω κτ σε κπ

(teach about [sth])

The instructor trained them in the use of the computer program.

εκπαιδεύω κπ να κάνει κτ, μαθαίνω κπ να κάνει κτ

(person: teach to do)

The coach trained her skaters to spin on one foot.

εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ

(animal: teach to do)

It is important to train your puppy not to bite.

ουρά

noun (series of vehicles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a long train of cars waiting to get onto the ferry.

ουρά

noun (procession)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a long train of people in the funeral procession.

κουστωδία

noun (group of followers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The film star was followed by a train of aides.

επακόλουθο

noun (aftermath, wake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the train of the storm, many people were left homeless.
Ως επακόλουθο του τυφώνα πολλοί έμειναν άστεγοι.

ουρά

noun (of a wedding dress)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The train on her wedding dress was two metres long.

-

noun (connected machinery) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The gear train requires constant lubrication.
Ο μηχανισμός μετάδοσης κίνησης απαιτεί συνεχή λίπανση.

προπονώ

transitive verb (sports: coach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coaches train the football players.

εκπαιδεύω, μαθαίνω

transitive verb (guide a plant's growth) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trained the ivy to grow up the wall.

στοχεύω, σκοπεύω, σημαδεύω

transitive verb (aim)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guns were all trained on the enemy soldiers.

υπέρταχεία

noun (Japan: fast rail service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I caught the bullet train, which as always was very punctual.

με το τρένο

adverb (travel or transport: on a train)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The easiest way to get there is by train.

φορτηγό τρένο, φορτηγό τραίνο

noun (freight-carrying train)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cargo trains often carry coal or lumber.

παίρνω το τρένο

verbal expression (go by train)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm going to catch a train home after I get out from work.

εκπαιδεύω κάποιον σε διαφορετικούς τομείς

transitive verb (make skilled at different tasks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύστημα κίνησης

noun (automotive system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλεκτρικό τρένο, ηλεκτροκίνητο τρένο

noun (train powered by electricity)

ταχεία

noun (train that does not make local stops) (τραίνο)

εμπορική αμαξοστοιχία

noun (railway train that carries cargo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The passenger train was delayed in order to allow a freight train to pass.

αμαξοστοιχία μεταφοράς εμπορευμάτων, αμαξοστοιχία εμπορευμάτων

(freight train)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πιάνω την καλή

noun (slang, figurative (easy wealth) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The public works project is a gravy train for the builder.

αμαξοστοιχία υψηλής ταχύτητας

noun (railway train designed to travel very fast) (σιδηρόδρομος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can get to Madrid in two hours using the new high-speed train.

εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του

transitive verb (UK (toilet-train pet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοπικό τρένο

noun (train making many stops)

νυχτερινό τρένο, νυχτερινό τραίνο

noun (US (overnight railway service)

επιβατική αμαξοστοιχία

noun (railway train that carries people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The TGV is a high speed French passenger train.

μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο

transitive verb (teach to use the toilet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύστημα κινητήρα και μετάδοσης

(machinery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαγόνι

noun (passenger coach of a train)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εναέριο τρένο, εναέριο τραίνο

noun (informal (elevated railway system)

μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα

transitive verb (teach to use toilet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρενάκι

noun (child's plaything: miniature train) (παιδικό παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The little boy spent hours rolling his toy train along the track.

βαγόνι

noun (carriage of a railway train)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελεγκτής εισιτηρίων

noun (ticket collector on railway train) (σε τρένο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The train conductor punched our tickets and announced the next stop.

μηχανοδηγός

noun (UK (engineer: [sb] who drives a train)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ειρμός των σκέψεων

noun (sequence of ideas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I got confused when I was explaining it, and lost my train of thought.

δρομολόγια τρένων

noun (railway timetable)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We'll need to look at the train schedule to see when the train arrives at our stop.

σιδηροδρομικές υπηρεσίες

noun (provision of railway transport)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Unfortunately there's no train service to Bexhill so we'll have to take the bus.

σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός των τρένων

noun (railway stop)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You must buy your ticket online or at the train station before you travel.

στάση

noun (railway: scheduled station)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I must get off at the next train stop.

τερματικός σιδηροδρομικός σταθμός

noun (railway station: final stop)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εισιτήριο τρένου

noun (ticket for travel by railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Train tickets, like airline tickets, can be purchased through a travel agent.

σιδηροδρομικές ράγες, σιδηροδρομικές γραμμές

noun (rails of a railway)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ταξίδι με τρένο

noun (journey by railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Train trips allow you to see more of the countryside than flying.

σιδηροδρομικό ατύχημα

noun (railroad accident)

χάλι

noun (mainly US, figurative, informal (thing: disaster, mess)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
This report is a train wreck and I'll need to completely redo it.

που ζορίζεται, που του έρχονται δύσκολα

noun (mainly US, figurative, informal (person: with many problems)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother was a train wreck all last year.

παρατηρητής τρένων

noun (UK (hobbyist: observes trains) (χόμπι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λεπτολόγος, λεπτολόγα

noun (UK, figurative (person obsessed with details)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

καραβάνι

noun (historical (caravan or convoy of wagons)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του train στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του train

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.