Τι σημαίνει το trapped στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trapped στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trapped στο Αγγλικά.

Η λέξη trapped στο Αγγλικά σημαίνει παγιδευμένος, παγιδευμένος, παγιδευμένος, παγίδα, παγίδα, παγιδεύω, παγιδεύω, παγιδεύομαι, παγίδα, παγίδα, συσκευή εκτόξευσης, παγίδα, στόμα, σιφόνι, άμαξα, είδος πετρώματος που συχνά χρησιμοποιείται ως θραυστό υλικό, κυνηγάω, στήνω παγίδα, παίρνω, παγιδευμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trapped

παγιδευμένος

adjective (animals: caught)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The trapped fox was too frightened to move.

παγιδευμένος

adjective (caught, immobilized)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The trapped miners were waiting to be rescued.

παγιδευμένος

adjective (nerve: pinched) (ιατρική)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Julia had acupuncture for a trapped nerve in her neck.

παγίδα

noun (physical: snare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fox's leg was caught in a trap.
Το πόδι της ελεπούς πιάστηκε στην παγίδα.

παγίδα

noun (trick to catch [sb]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The politician tried to set a trap for his opponent by talking about the war.
Ο πολιτικός προσπάθησε να στήσει παγίδα στον αντίπαλό του γυρνώντας τη συζήτηση στο θέμα του πολέμου.

παγιδεύω

transitive verb (catch, immobilize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was trapped beneath a wall that had collapsed.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πέτρες που κύλησαν μπροστά στο άνοιγμα την παγίδευσαν στη σπηλιά.

παγιδεύω

transitive verb (figurative (ensnare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He trapped me into a situation where I had to do his work for him.
Με παγίδευσε σε μια κατάσταση που έπρεπε να κάνω τη δουλειά του για αυτόν.

παγιδεύομαι

transitive verb (figurative, usu passive (catch) (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was trapped talking to him for two hours.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παγιδεύτηκε μόνη της μαζί του και της μιλούσε για δύο ώρες.

παγίδα

noun (bad situation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was caught in a trap of high debt payments.

παγίδα

noun (stratagem) (μεταφορικά: στήνω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hamlet laid a trap to make sure his uncle was guilty.
Ο Άμλετ έστησε παγίδα για να βεβαιωθεί πως ο θείος του ήταν ένοχος.

συσκευή εκτόξευσης

noun (for shooting) (σκοποβολή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The trap springs two clay pigeons into the air.

παγίδα

noun (golf)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was winning until his ball landed in a trap next to the green.

στόμα

noun (slang (mouth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Shut your trap!

σιφόνι

noun (sink pipe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her ring fell down the sink, but it got caught in the trap.

άμαξα

noun (carriage) (με 2 ή 4 ρόδες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She drove the trap into the village to sell her cheese.

είδος πετρώματος που συχνά χρησιμοποιείται ως θραυστό υλικό

noun (form of basalt)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Trap is a type of igneous rock.

κυνηγάω

intransitive verb (trap animals)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He spent his youth trapping in the North woods.

στήνω παγίδα

intransitive verb (set traps) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We'll trap in the morning and go back later to see what we've caught.

παίρνω

transitive verb (ball) (για μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He trapped the ball, turned, and kicked it into the back of the net.

παγιδευμένος

adjective (fitted with a booby trap)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The path through the jungle was booby trapped with deep pits, covered by lids of twigs and leaves.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trapped στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trapped

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.