Τι σημαίνει το trap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trap στο Αγγλικά.

Η λέξη trap στο Αγγλικά σημαίνει παγίδα, παγίδα, παγιδεύω, παγιδεύω, παγιδεύομαι, παγίδα, παγίδα, συσκευή εκτόξευσης, παγίδα, στόμα, σιφόνι, άμαξα, είδος πετρώματος που συχνά χρησιμοποιείται ως θραυστό υλικό, κυνηγάω, στήνω παγίδα, παίρνω, παγίδα για αρκούδες, ψευδής ένδειξη για πτώση του χρηματιστηρίου, παγίδα, νάρκη, παγίδα, βάζω παγίδα, επικίνδυνος, κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς, φίλτρο νεροχύτη, παγίδα, παγίδα, βάζω, τοποθετώ, φίλτρο χνουδιών-σκουπιδιών, αφυγραντήρας, ποντικοπαγίδα, φάκα, ερείπιο, αμμοπαγίδα, στήνω παγίδα σε κάποιον, βγάλε το σκασμό, κομμάτι δρόμου όπου η ταχύτητα παρακολουθείται, τουριστική περιοχή με ακριβά και κακής ποιότητας προϊόντα, καταπακτή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trap

παγίδα

noun (physical: snare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fox's leg was caught in a trap.
Το πόδι της ελεπούς πιάστηκε στην παγίδα.

παγίδα

noun (trick to catch [sb]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The politician tried to set a trap for his opponent by talking about the war.
Ο πολιτικός προσπάθησε να στήσει παγίδα στον αντίπαλό του γυρνώντας τη συζήτηση στο θέμα του πολέμου.

παγιδεύω

transitive verb (catch, immobilize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was trapped beneath a wall that had collapsed.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πέτρες που κύλησαν μπροστά στο άνοιγμα την παγίδευσαν στη σπηλιά.

παγιδεύω

transitive verb (figurative (ensnare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He trapped me into a situation where I had to do his work for him.
Με παγίδευσε σε μια κατάσταση που έπρεπε να κάνω τη δουλειά του για αυτόν.

παγιδεύομαι

transitive verb (figurative, usu passive (catch) (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was trapped talking to him for two hours.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παγιδεύτηκε μόνη της μαζί του και της μιλούσε για δύο ώρες.

παγίδα

noun (bad situation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was caught in a trap of high debt payments.

παγίδα

noun (stratagem) (μεταφορικά: στήνω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hamlet laid a trap to make sure his uncle was guilty.
Ο Άμλετ έστησε παγίδα για να βεβαιωθεί πως ο θείος του ήταν ένοχος.

συσκευή εκτόξευσης

noun (for shooting) (σκοποβολή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The trap springs two clay pigeons into the air.

παγίδα

noun (golf)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was winning until his ball landed in a trap next to the green.

στόμα

noun (slang (mouth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Shut your trap!

σιφόνι

noun (sink pipe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her ring fell down the sink, but it got caught in the trap.

άμαξα

noun (carriage) (με 2 ή 4 ρόδες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She drove the trap into the village to sell her cheese.

είδος πετρώματος που συχνά χρησιμοποιείται ως θραυστό υλικό

noun (form of basalt)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Trap is a type of igneous rock.

κυνηγάω

intransitive verb (trap animals)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He spent his youth trapping in the North woods.

στήνω παγίδα

intransitive verb (set traps) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We'll trap in the morning and go back later to see what we've caught.

παίρνω

transitive verb (ball) (για μπάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He trapped the ball, turned, and kicked it into the back of the net.

παγίδα για αρκούδες

noun (snare to catch bears)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψευδής ένδειξη για πτώση του χρηματιστηρίου

noun (figurative, UK (stock market indicator) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παγίδα, νάρκη

noun (land mine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγίδα

noun (hidden prank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The booby trap was a bucket full of water that would fall on the person who opened the door.

βάζω παγίδα

transitive verb (fit with a trap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικίνδυνος

noun (figurative (unsafe building or vehicle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς

noun (building that is a fire hazard)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φίλτρο νεροχύτη

noun (part of a sink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παγίδα

noun (figurative (entrapment through seduction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγίδα

noun (figurative (seduction to gain information)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάζω, τοποθετώ

verbal expression (set a trap, snare) (παγίδα για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid a trap for the mouse.
Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι.

φίλτρο χνουδιών-σκουπιδιών

noun (part of clothes dryer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αφυγραντήρας

noun (device that absorbs damp) (συσκευή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ποντικοπαγίδα

noun (device for catching mice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We set out ten mousetraps hoping to catch a single mouse.

φάκα

noun (snare for catching rats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερείπιο

noun (figurative (shabby and dirty building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αμμοπαγίδα

noun (golf: bunker with sand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm useless at golf: I spend more time in the sand traps than on the greens.

στήνω παγίδα σε κάποιον

verbal expression (ensnare, trick)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We set a trap for him to see if we were right about him stealing from the till.

βγάλε το σκασμό

interjection (UK, impolite, slang (stop talking) (καθομ, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κομμάτι δρόμου όπου η ταχύτητα παρακολουθείται

noun (stretch of road where speed is monitored)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police set up a speed trap to catch people driving too fast.

τουριστική περιοχή με ακριβά και κακής ποιότητας προϊόντα

noun (figurative, informal (site that exploits sightseers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All the shops near the beach are tourist traps selling low-quality merchandise.

καταπακτή

noun (opening in floor or ceiling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The magician disappeared by way of a trapdoor in the stage floor.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trap

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.