Τι σημαίνει το trash στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης trash στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trash στο Αγγλικά.
Η λέξη trash στο Αγγλικά σημαίνει σκουπίδια, σκουπίδια, βλακεία, αηδία, βλακείες, ανοησίες, αηδίες, άχρηστος, άχρηστη, θάβω, κάνω γυαλιά καρφιά, πετάω στα σκουπίδια, σκουπίδι, βγάζω τα σκουπίδια, φτωχομπινές, άφραγκος, σακούλα απορριμάτων, σκουπιδοτενεκές, οδοκαθαριστής, κομποστοποιητής απορριμάτων, σκουπιδιάρικο, πλέμπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης trash
σκουπίδιαnoun (US, uncountable (rubbish: [sth] discarded) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) There were bits of trash all over the street. Is this trash? Can I throw it out? Αυτό είναι για πέταμα; Να το πετάξω; |
σκουπίδιαnoun (US, uncountable (rubbish: household refuse) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Bill put the trash out, ready for collection the next day. Ο Μπιλ έβγαλε έξω τα σκουπίδια έτοιμα για περισυλλογή την επόμενη ημέρα. |
βλακεία, αηδίαnoun (figurative, informal, pejorative, uncountable (fiction, etc.: poor quality) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Are you reading that? I thought it was trash. Το διαβάζεις αυτό; Νόμιζα ότι ήταν βλακεία. |
βλακείες, ανοησίες, αηδίεςnoun (informal, pejorative, uncountable (rubbish: nonsense talk) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) What are you talking about? I've never heard such trash! Για ποιο πράγμα μιλάς; Δεν έχω ξανά ακούσει τέτοια βλακεία! |
άχρηστος, άχρηστηnoun (US, pejorative, uncountable, slang (person, people: worthless) (για άτομο) If Jimmy is always saying mean things to you, he's trash and you are better off without him. |
θάβωtransitive verb (figurative, slang (criticize) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The critics trashed the director's latest movie. |
κάνω γυαλιά καρφιάtransitive verb (figurative, slang (destroy) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The rock stars trashed their hotel room. |
πετάω στα σκουπίδιαtransitive verb (US (throw in trash) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen trashed her old sneakers, as they had holes in them. |
σκουπίδιnoun (US, figurative, pejorative, slang (worthless person) (μεταφορικά, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That guy's a piece of trash; don't have anything to do with him. |
βγάζω τα σκουπίδιαverbal expression (take refuse can outdoors) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Remember to put the dustbin out tonight; the rubbish is collected early tomorrow morning. |
φτωχομπινές, άφραγκοςnoun (US, slang, pejorative (poor white person) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Her Mom was very upset that her daughter was dating trailer trash. |
σακούλα απορριμάτωνnoun (US (rubbish sack, bin liner) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The gardeners filled ten trash bags with fallen leaves. |
σκουπιδοτενεκέςnoun (receptacle for refuse) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Take those stinky shoes outside and throw them in the trash can! Βγάλε αυτά τα βρωμερά παπούτσια έξω και πέταξέ τα στον σκουπιδοτενεκέ! |
οδοκαθαριστήςnoun (person employed to collect refuse) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κομποστοποιητής απορριμάτωνnoun (US (refuse-crushing machine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Trash compactors help to reduce the amount of space taken up by landfills. |
σκουπιδιάρικοnoun (refuse collection vehicle) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πλέμπαnoun (US, figurative, pejorative, offensive, slang (poor white people) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trash στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του trash
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.