Τι σημαίνει το travail στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης travail στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του travail στο Γαλλικά.
Η λέξη travail στο Γαλλικά σημαίνει δουλειά, δουλειά, δουλειά, δουλειά, εργασία, δουλειά, δουλειά, δουλειά, δουλειά, έργο, δουλειά, έργο, έργο, δουλειά, εργασία, ωδίνες τοκετού, δουλειά, δραστηριότητα, κινητικότητα, φόρτος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, έργο, επάγγελμα, μόχθος, δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία, σκληρή δουλειά, εργασιακός, αγγαρεία, διοικητικά, ξυλουργική, σκλάβος, σκλάβα, πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιών, πνευματική προσπάθεια, Αρχή Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας, αναθέτω υπερβολικά πολλή δουλειά, φόρμα, χτυπώ κάρτα, σαλοπέτα, φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών, σχολική εργασία, υαλουργία, φορτωμένος με δουλειά, κατάλληλος να προσληφθεί, ζορισμένος, πιεσμένος, εν ώρα εργασίας, κουραστικός, άνεργος, στη δουλειά, καθημερινότητα, Μπράβο!, στολή, χώρος εργασίας, εργασιακός χώρος, συνεργασία, πρόχειρο, εργασιομανής, σχολική εργασία, προκαταρκτική εργασία, εργάσιμη μέρα, χώρος εργασίας, συνάδελφος, πάγκος, εργατικότητα, κάνω δεύτερη δουλειά, γραφείο, επιφάνεια εργασίας, εργασία στην τάξη, διοικητική θέση, ποδαρόδρομος, μεταλλοτεχνία, μεταλλουργία, ξυλογλυπτική, εβδομάδα εργασίας, πινελιές, εργατικός, εργάτης, στερεοτυπική γραφή, χειρωνακτική εργασία, εργασία από το σπίτι, επιφάνεια εργασίας πάνω στα γόνατα, εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήν, φτυάρισμα, σκάψιμο, ψάθα, ημερομίσθια εργασία, καταμερισμός εργασίας, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, στρατόπεδο εργασίας, συμβόλαιο εργασίας, Πρωτομαγιά, ωράριο, υπόθεση εργασίας, εργασιακή συλλογική σύμβαση, κατά παραγγελία, δουλειά μιας μέρας, συμβόλαιο εργασίας, δουλειά πλήρους απασχόλησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης travail
δουλειά(singulier seulement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je dois trouver un nouveau travail. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να βρω μια νέα θέση εργασίας. |
δουλειάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En tant que traductrice, je fais deux ou trois travaux par semaine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ως μεταφράστρια, τελειώνω δύο με τρεις δουλειές την εβδομάδα. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai un petit travail pour toi si tu as cinq minutes. Σου έχω μια δουλίτσα, αν σου περισσεύουν πέντε λεπτά. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel est ton travail ? Je suis dentiste. Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Εγώ είμαι οδοντίατρος. |
εργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banque fournit du travail à beaucoup de monde. Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους. |
δουλειάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tout le travail qu'il a fait sur la voiture a fini par payer. Η δουλειά που έκανε στο αυτοκίνητο άξιζε τον κόπο. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les cueilleurs de pommes font un travail épuisant, du matin au soir. Οι εργάτες που μαζεύουν μήλα κάνουν εξαντλητική δουλειά, από το πρωί ως το βράδυ. |
δουλειάnom masculin (tâche) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'aime pas ce travail. Est-ce que je peux faire quelque chose d'autre ? Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο; |
δουλειά(lieu de travail) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Là, c'est son travail. Oui, cet immeuble là-bas. Εδώ είναι η δουλειά του. Ναι, σε αυτό το κτίριο. |
έργοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les élèves amenèrent leurs travaux jusqu'au banc. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le travail était apparemment bien fait. Η δουλειά προφανώς είχε γίνει καλά. |
έργοnom masculin (Physique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En physique, le travail concerne le transfert d'énergie. |
έργο(Construction) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce tunnel est un bel ouvrage d'ingénierie. |
δουλειά, εργασίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les diplômés d'université n'ont souvent pas la moindre idée de ce à quoi ressemble le monde du travail. |
ωδίνες τοκετούnom masculin (accouchement) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le travail de Megan n'a duré que deux heures avant l'arrivée du bébé. Οι ωδίνες του τοκετού της Μέγκαν κράτησαν μόνο δύο ώρες μέχρι να γεννηθεί τελικά το μωρό. |
δουλειάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce projet représente plusieurs jours de travail. |
δραστηριότητα, κινητικότηταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le travail dans l'atelier semble désorganisé mais les ouvriers construisent des automobiles de manière efficace. Η δραστηριότητα στις εγκαταστάσεις παραγωγής φαίνεται ανοργάνωτη, ωστόσο οι εργάτες κατασκευάζουν αυτοκίνητα με αποτελεσματικότητα. |
φόρτος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai un travail fou ce semestre ! Έχω μεγάλο φόρτο εργασίας αυτό το εξάμηνο. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
έργο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le roman est un magnifique travail (or: ouvrage) merveilleusement écrit. |
επάγγελμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Christine trouve sa profession d'écrivain très satisfaisante. Η Κριστίν θεωρεί το επάγγελμά της ως συγγραφέας πολύ ικανοποιητικό. |
μόχθος(littéraire) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il est agréable de se détendre une fois que le labeur de la journée terminé. Είναι ωραίο να χαλαρώνεις μόλις τελειώσει ο μόχθος της ημέρας. |
δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία(expertise) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Regarde le niveau de maîtrise du métier de cette sculpture sur bois ! C'est tellement détaillé. Κοίτα το επίπεδο δεξιοτεχνίας σε αυτό το ξυλόγλυπτο! Είναι τόσο πολύπλοκο. |
σκληρή δουλειά(difficile) Seul un dur labeur fera de ce projet une réussite. Μόνο με μόχθο και αφοσίωση θα πετύχει αυτό το σχέδιο. |
εργασιακόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a eu un permis de travail en juillet. Πήρε άδεια εργασίας τον Ιούλιο. |
αγγαρεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les problèmes de maths, c'est vraiment la corvée. Το να λύνεις προβλήματα μαθηματικών είναι μια αγγαρεία. |
διοικητικά
|
ξυλουργική(αντικείμενα από ξύλο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκλάβος, σκλάβα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Πολλά από τα σημαντικότερα μνημεία έχουν χτιστεί από χέρια σκλάβων. |
πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πνευματική προσπάθεια
|
Αρχή Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας(agence gouvernementale) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναθέτω υπερβολικά πολλή δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φόρμα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il portait une salopette au travail. Φορούσε τη φόρμα εργασίας του ενώ δούλευε. |
χτυπώ κάρτα(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαλοπέτα(pour travailler ou non) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La salopette du fermier était couverte de boue. Η σαλοπέτα του αγρότη ήταν γεμάτη λάσπη. |
φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le chef d'équipe se référa au document pour voir quels travails étaient encore impayés. |
σχολική εργασία(Scolaire) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ma fille a beaucoup de devoirs. |
υαλουργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φορτωμένος με δουλειά
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κατάλληλος να προσληφθείlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ζορισμένος, πιεσμένος(service, personne) (μεταφορικά: υπερβολικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εν ώρα εργασίαςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουραστικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άνεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La fermeture des mines d'étain à mené beaucoup d'hommes au chômage. Το κλείσιμο των ορυχείων κασσίτερου δημιούργησε πολλούς ανέργους. |
στη δουλειάlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Bob ne regarde jamais ses mails personnels au travail. Ο Μπομπ ποτέ δεν ελέγχει τα προσωπικά του email στη δουλειά. |
καθημερινότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous n'avez pas à me remercier, je n'ai fait que mon travail. |
Μπράβο!(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
στολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tout le personnel dans ce magasin porte un uniforme. Όλο το προσωπικό σε αυτό το κατάστημα φοράει στολή. |
χώρος εργασίας, εργασιακός χώροςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il est important d'avoir un lieu de travail où on se sente bien ; après tout, on y passe beaucoup de temps ! Είναι σημαντικό να δουλεύει κανείς σε έναν εργασιακό χώρο όπου νιώθει άνετα, καθώς περνά πολύ χρόνο εκεί. |
συνεργασίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La direction encourage le travail d'équipe entre les services. Η διεύθυνση ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της εταιρίας. |
πρόχειροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι συμμετέχοντες συνέκριναν τις σημειώσεις που έκαναν στα πρόχειρα. |
εργασιομανής(κάποιος που εργάζεται πολύ) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Sarah est une accro du travail (or: du boulot) qui reste tard au bureau presque tous les jours. |
σχολική εργασίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'enseignante était fière de l'impressionnant travail scolaire réalisé par ses élèves. |
προκαταρκτική εργασία
|
εργάσιμη μέραnom féminin |
χώρος εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συνάδελφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Frank s'entend généralement bien avec ses collègues de l'usine. |
πάγκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'appartement a de magnifiques plans de travail en granit. |
εργατικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω δεύτερη δουλειάnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραφείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιφάνεια εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργασία στην τάξηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διοικητική θέση
|
ποδαρόδρομοςnom masculin (recherche, enquête) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεταλλοτεχνία, μεταλλουργίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξυλογλυπτικήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εβδομάδα εργασίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πινελιές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
εργατικόςnom masculin (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εργάτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στερεοτυπική γραφήnom masculin (péjoratif) (δημοσιογραφία) |
χειρωνακτική εργασίαnom masculin (εργασία) |
εργασία από το σπίτι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιφάνεια εργασίας πάνω στα γόναταnom masculin (posé sur les genoux) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εργασία με αμοιβή κατ' αποκοπήνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φτυάρισμα, σκάψιμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψάθα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ημερομίσθια εργασία
Le travail à la journée prend une part de plus en plus importante dans l'économie parallèle aux États-Unis. |
καταμερισμός εργασίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La répartition des tâches n'est pas équitable, nous avons deux fois plus de travail que les autres. |
καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά
Le patron de Chloé l'a félicitée pour son excellent travail. |
στρατόπεδο εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Auschwitz fut d'abord un camp de travail. |
συμβόλαιο εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Cette année, les enseignants espèrent négocier un contrat de travail plus équitable. |
Πρωτομαγιά
(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) La plupart des pays du monde fêtent les travailleurs le premier mai, mais les États-Unis célèbrent la fête du Travail en septembre. |
ωράριοnom masculin pluriel (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mes horaires de travail habituels sont 8 h 30 - 17 h, mais je travaille parfois de midi à 20 heures à la place. |
υπόθεση εργασίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'idée du professeur Smith n'est qu'une simple hypothèse de travail. |
εργασιακή συλλογική σύμβαση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τα μέλη του συνδικάτου ψήφισαν να προχωρήσουν σε απεργία επειδή ο εργοδότης τους αρνείται να συμμορφωθεί με την εργασιακή συλλογική σύμβαση που υπέγραψαν τον προηγούμενο μήνα. |
κατά παραγγελίαnom masculin (véhicule) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les motards admiraient tout le travail de customisation réalisé sur les motos garées devant le bar. |
δουλειά μιας μέραςnom féminin (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faudra une journée de travail de plus pour finir ce travail. |
συμβόλαιο εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δουλειά πλήρους απασχόλησηςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand nous étions petits, ma mère a pris un travail à temps complet pour subvenir à nos besoins. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του travail στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του travail
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.