Τι σημαίνει το trou στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trou στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trou στο Γαλλικά.

Η λέξη trou στο Γαλλικά σημαίνει τρύπα, λάκκος, τρύπα, λακκούβα, απομόνωση, τρύπα, τρύπα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τρώγλη, τρύπα, κενό, ρόζος, μειώση, κωλοχανείο, ειδική σχολική μονάδα για ανυπάκουους μαθητές, τρύπα, λακκούβα, τρύπα, οπή, μπλοκάρω, κολλάω, τρύπα, κενό, το πουθενά, τρύπα, κενό, όρυγμα, κρατητήριο, άνοιγμα, τρύπα, ψειρού, στενή, μπουζού, λακούβα, τρύπα, φυλακή, επαρχία, στενή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σκάβω, πρόχειρη λύση, προσωρινή λύση, γεώτρηση, άθλιο μέρος, απαίσιο μέρος, φρικτό μέρος, μαλάκας, καριόλης, κόπανος, κωλοτρυπίδα, άκρη, επαρχία, τρυπάω, τρυπώ, μειώνω σημαντικά, σκίζω, σχίζω, ξύνω, τρυπώ, σκάβω, μαλάκας, καριόλης, μετόπισθεν, κλειδαρότρυπα, τρυπούλα, τριπίτσα, νερόλακκος, σκουληκότρυπα, τρύπα αποστράγγισης, τρύπα απορροής, ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα, hole in one, μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου, κενό αέρα, ρεύμα, μαύρη τρύπα, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, τρύπα από καρφίτσα, τρύπα, φαγητό που καθαρίζει τον ουρανίσκο από άλλες γεύσεις, η μέση του πουθενά, ματάκι, τρύπα του όζοντος, βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις, ποντικότρυπα, οπή αερισμού, κρατήρας, απομακρυσμένη περιοχή, τρυπάω, τρυπώ, πίνω σαν νεροφίδα, τρυπάω, τρυπώ, ρίχνω κπ στη στενή, έχω ένα κενό μνήμης, ξεχνάω, μπεκρουλιάζω, κάνω τρύπα, ανοίγω τρύπα, μαλάκας, κωλοτρυπίδα, κενό, κωλοχανίο, μπουρδέλο, φρεζαρισμένη τρύπα, σκουληκότρυπα, κωλοτρυπίδα, κωλότρυπα, τρύπα γκολφ, ο διάδρομος της οποίας παρουσιάζει καμπή, ερείπιο, αχούρι, μαύρη τρύπα, τρύπα, τραχειοτομή, άδειος, κενός, ειδησούλα, χαβούζα, θύλακας αέρος, πισινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trou

τρύπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils observèrent les travaux de construction en regardant par un trou dans le mur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ανοίξτε την οπή με διατρητικό μηχάνημα.

λάκκος

nom masculin (dans le sol) (στο χώμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il creusa un trou avec sa pelle.
Άνοιξε μια λακκούβα με το φτυάρι του.

τρύπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un oiseau vivait dans le trou de l'arbre.

λακκούβα

(dans la route)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fais attention à ce trou dans la chaussée.

απομόνωση

nom masculin (argot : en prison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si vous vous bagarrez, on vous met au trou pendant deux semaines.

τρύπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a un trou dans le plâtre qui doit être bouché.

τρύπα

nom masculin (Golf : cible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il arrivait au neuvième trou.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom masculin (Golf)

Pas mal ! Tu as fait un trou en deux !

τρώγλη

nom masculin (familier) (μτφ, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cet homme vit dans un trou à rats.

τρύπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le blaireau sort de son terrier pendant la nuit.

κενό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On voyait à travers le trou qu'il y avait dans la haie.
Μπορούσες να δεις μέσα από το άνοιγμα του φράχτη.

ρόζος

nom masculin (nœud dans le bois) (σε ξύλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μειώση

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette hospitalisation a fait un sacré trou dans nos économies.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η επιτροπή ζήτησε απ' τον διευθυντή να δώσει εξηγήσεις για την πτώση των κερδών της εταιρείας.

κωλοχανείο

(familier) (χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette ville était charmante avant, mais avec la baisse des emplois et la montée des crimes, cet endroit est devenu un trou.
Η πολη παλιά ήταν ένα όμορφο μέρος, αλλά με την αυξανόμενη ανεργία και την αυξανόμενη εγκληματικότητα, το μέρος είχε γίνει χάλια.

ειδική σχολική μονάδα για ανυπάκουους μαθητές

(dans une prison) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρύπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait un trou dans l'emballage.

λακκούβα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette route est pleine de bosses et de trous.
Αυτός ο δρόμος είναι γεμάτος βουναλάκια και λακκούβες.

τρύπα

nom masculin (creusé par l'homme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le trou dans la roche était rempli d'eau après la pluie.

οπή

nom masculin (d'un verrou)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le trou du verrou est bloqué avec de la graisse.
Η τρύπα αυτού του κρίκου είναι βουλωμένη με γράσο.

μπλοκάρω, κολλάω

nom masculin (un peu familier) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai un trou et ne me rappelle plus de son nom.
Έχω μπλοκάρει (or: κολλήσει) και δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της.

τρύπα

(Billard américain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lisa a empoché la boule noire dans le trou en haut à droite.

κενό

(dans ses connaissances)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cet exercice d'entraînement vous permettra d'identifier les trous dans vos connaissances.

το πουθενά

nom masculin (figuré, familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après la découverte de l'or, la ville est passée d'un trou perdu à une destination populaire pour les migrants.

τρύπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fosse était très profonde.
Η τρύπα είχε πολύ μεγάλο βάθος.

κενό

(temps)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y avait un intervalle de quatre-vingt-dix minutes entre le moment où nous avons quitté le bar et celui où nous sommes arrivés à la maison.
Υπάρχει ένα κενό ενενήντα λεπτών ανάμεσα στην ώρα που έφυγαν απ' το μπαρ και στην ώρα που γύρισαν σπίτι.

όρυγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρατητήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άνοιγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'enfant se glissa à travers une ouverture dans la clôture.

τρύπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La brèche dans le trottoir était dangereuse.

ψειρού, στενή, μπουζού

(argot : prison) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon frère a été envoyé en taule pour douze ans.

λακούβα, τρύπα

nom masculin (στο δρόμο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυλακή

(argot : prison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαρχία

(familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Robert vit au fin fond de la campagne et ne va jamais en ville.

στενή

(familier) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe intransitif (Golf)

Il a fait le trou (or: Il a fait un trou) en trois coups.

σκάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faudrait faire un trou dans cette zone marécageuse afin qu'elle s'assèche.

πρόχειρη λύση, προσωρινή λύση

nom masculin

γεώτρηση

(έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άθλιο μέρος, απαίσιο μέρος, φρικτό μέρος

Mais, Norman, comment peux-tu vivre dans ce taudis ?

μαλάκας, καριόλης, κόπανος

(familier) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Après son comportement odieux à la fête, tout le monde s'est dit que Matt était un crétin.

κωλοτρυπίδα

(argot, vulgaire) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Depuis qu'il s'est fait examiner le fion par son proctologue, il a du mal à s'asseoir...

άκρη

(d'un lieu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gilles habite dans la cambrousse, c'est pourquoi il ne voit jamais personne.

τρυπάω, τρυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω σημαντικά

σκίζω, σχίζω

(du tissu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paula a déchiré son nouveau pantalon en grimpant la clôture.
Η Πόλα έσκισε το καινούριο παντελόνι της όταν σκαρφάλωσε σε έναν φράχτη.

ξύνω

(technique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο μεταφορέας έξυσε κατά λάθος τον τοίχο όταν έφερε μέσα το κρεβάτι.

τρυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο οδηγός του λεωφορείου χτύπησε το εισιτήριο της Τζέιν.

σκάβω

(technique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαλάκας, καριόλης

(vulgaire, vieilli : personne) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'ex-petit ami d'Elise est un trou du cul.
Ο πρώην της Έριν είναι μαλάκας.

μετόπισθεν

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
En tant qu'enfant ayant vécu dans un trou paumé australien, je rêvais de visiter une grande ville.

κλειδαρότρυπα

(général)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρυπούλα, τριπίτσα

nom masculin (très petite ouverture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νερόλακκος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκουληκότρυπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρύπα αποστράγγισης, τρύπα απορροής

(σε νιπτήρα, νεροχύτη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ποντικοφωλιά, ποντικότρυπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

hole in one

nom masculin (Golf) (όρος του γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
À 103 ans, Gus Andreone est le plus vieux golfeur à avoir fait un trou en un.

μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κενό αέρα, ρεύμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρη τρύπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un trou noir a une forte attraction gravitationnelle.

εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος

nom masculin (figuré, très familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρύπα από καρφίτσα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρύπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φαγητό που καθαρίζει τον ουρανίσκο από άλλες γεύσεις

nom masculin (France, équivalent : boire un verre de calvados entre deux plats)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η μέση του πουθενά

nom masculin (familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ματάκι

nom masculin (un peu familier, courant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρύπα του όζοντος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαθύ σημείο σε ποτάμι, όπου μπορείς να κολυμπήσεις

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ποντικότρυπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οπή αερισμού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρατήρας

nom masculin (από βόμβα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απομακρυσμένη περιοχή

nom masculin (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρυπάω, τρυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πίνω σαν νεροφίδα

locution verbale (populaire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'est peut-être pas alcoolique mais il boit comme un trou.
Μπορεί να μην είναι αλκοολικός όμως πίνει σαν νεροφίδα.

τρυπάω, τρυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est un éclat de verre qui a fait un trou dans ton pneu.

ρίχνω κπ στη στενή

verbe transitif (argot) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le juge a envoyé Elmer au trou pour ses petits trafics.

έχω ένα κενό μνήμης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεχνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπεκρουλιάζω

(πίνω υπερβολικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω τρύπα, ανοίγω τρύπα

μαλάκας

(argot, vulgaire) (καθομ, χυδαίο, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lisa pense que son patron est un trou du cul.
Η Λίζα νομίζει ότι το αφεντικό της είναι γαϊδούρι (or: γουρούνι).

κωλοτρυπίδα

(vulgaire : anus) (χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chaque fois que j'ai la diarrhée, j'ai le trou du cul qui me brûle.
Κάθε φορά που παθαίνω διάρροια, πονάει η κωλοτρυπίδα μου.

κενό

nom masculin (μεταφορικά: μνήμη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen a eu un trou de mémoire concernant l'année dernière et n'arrivait pas à se souvenir de son ancien numéro de téléphone.
Η Κάρεν είχε ένα κενό στη μνήμη της σχετικά με πέρσι. Δε μπορούσε να θυμηθεί το παλιό της τηλέφωνο.

κωλοχανίο, μπουρδέλο

(figuré, familier) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce quartier est le coin malfamé de la ville, pour parler poliment.
Αυτή η γειτονιά είναι το μπουρδέλο (or: κωλοχανίο) της πόλης.

φρεζαρισμένη τρύπα

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκουληκότρυπα

nom masculin (figuré) (μτφ: φυσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κωλοτρυπίδα, κωλότρυπα

nom masculin (figuré, familier, vulgaire) (χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρύπα γκολφ, ο διάδρομος της οποίας παρουσιάζει καμπή

nom masculin (Golf)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ερείπιο

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αχούρι

(figuré, familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La maison de Jason est un véritable trou à rats. Je me demande comment il fait pour y vivre !
Το σπίτι του Τζέισον είναι αχούρι, δεν ξέρω πως μπορεί να ζει εκεί μέσα!

μαύρη τρύπα

(figuré) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρύπα

nom masculin (dans un étang...) (στον πάγο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τραχειοτομή

nom féminin (familier : après une trachéotomie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άδειος, κενός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Au moment de prendre son stylo pour démarrer son contrôle maths, Hazel a eu un trou de mémoire (or: Hazel fut prise d'un trou de mémoire).
Όταν η Χέιζελ έπιασε το μολύβι της για να ξεκινήσει το τεστ των μαθηματικών, το μυαλό της ήταν κενό.

ειδησούλα

nom masculin (péjoratif) (νέα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a un article bouche-trou en première page qui parle d'un chien perdu.

χαβούζα

nom masculin (figuré, péjoratif) (μτφ: πολύ βρόμικο μέρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θύλακας αέρος

nom masculin (Aéronautique)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πισινός

nom masculin (vulgaire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trou στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του trou

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.