Τι σημαίνει το par στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης par στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του par στο Γαλλικά.

Η λέξη par στο Γαλλικά σημαίνει παρ, par, από, ανά, κατά, μέσω, μέσω, με, με, κατά, επί, μέσω, με, επί, με, με, εξαιτίας, μέσω, από, από, προς τα έξω, ανά, από, σε, ανά, κάνω par, πετυχαίνω par, ενδιάμεσος, διαβαθμισμένος, ακούσιος, αθέλητος, ταχυδρομικός, έμμεσος, δύο φορές την εβδομάδα, επιστολικός, επιστολογραφικός, αδιάφορος, ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες, που έχει υποστεί κρυοπαγήματα, θαλάσσιος, αποκλεισμένος από το χιόνι, αστροφώτιστος, του λυκόφωτος, πολυδιαβασμένος, διαπρεπής, άρα, από τη φύση μου, σταδιακά, βαθμιαία, κλιμακωτά, κατά λάθος, παραδοσιακά, από το στόμα, εμμέσως, αλφαβητικά, έκαστος, ωστόσο, συμπτωματικά, χρονολογικά, χειρουργικά, σαν ευλογία, ρίψη από αέρος, διαθερμία, ιππήλατη άμαξα, μολυβδίαση, δηλητηρίαση από μόλυβδο, ηλεκτροσπασμοθεραπεία, τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, μπιτ ανά δευτερόλεπτο, μέσω, ρίχνω το επίπεδο, απομνημονεύω, αποστηθίζω, λιώνω, ενσαρκώνω, στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω, ρίχνω κάτω, περιφράζω, περιφράσσω, μανιασμένος, δεκαπλάσιος, πεσμένος, άρρωστος, βήμα προς βήμα, ετησίως, αισθητά, ορατά, εμφανώς, δυο φορές το μήνα, άλλοτε, κάποτε, πρωτύτερα, πάνω από όλα, από πρώτο χέρι, τελικά, μόνος μου, εχεμύθεια, εμπιστευτικότητα, γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες, αναγκαίο κακό, μιμητικός, παρασύρομαι από τον άνεμο, καταλήγω, στέλνω με fax, στέλνω με φαξ, τήκω, συντήκω, παγιδεύω με δόλο, ρίχνω από αέρος, κάνω κτ πιο ευκολονόητο, που δεν είναι κακομαθημένος, ευτυχώς, πάνω από, κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος, εξουσιοδοτώ, σε, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης par

παρ, par

nom masculin (Golf) (γκολφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La golfeuse termina la partie à dix-huit sous le par.

από

préposition (passif)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
L'arbre a été abattu par son voisin.
Το δέντρο κόπηκε από τον γείτονά του.

ανά, κατά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Η στάθμευση κοστίζει 60 πένες την ώρα.

μέσω

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous sommes passés par St. Louis sur la route de la Nouvelle-Orléans.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήγε στη Θεσσαλονίκη μέσω Λάρισας.

μέσω

préposition (lieu intermédiaire) (διαδρομή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je passe généralement par New York lorsque je vais en Europe.
Συνήθως πηγαίνω μέσω Νέας Υόρκης όποτε πετάω για Ευρώπη.

με

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je le connais par son prénom.
Τον ξέρω με το μικρό του όνομα.

με

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Par les droits qui me sont conférés, je vous déclare mari et femme.

κατά

préposition

Ils se sont rencontrés par hasard.

επί

préposition (dimensions)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le panneau devrait mesurer 60 cm sur 120.

μέσω

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'engrais arrive dans la bais par le biais des précipitations.

με

(χρονικό διάστημα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Les choses sont devenues de plus en plus tendues minute après minute.
Περπατούσαν στο δρόμο ανά δύο.

επί

(multiplication)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Deux fois quatre égal huit.
Δύο φορές το τέσσερα κάνει οχτώ.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle a acheté des œufs à la douzaine. Nous sommes payés à l'heure.
Αγόρασε αυγά με την ντουζίνα. Πληρωνόμαστε με την ώρα.

με

(la chandelle)

Nous aimons dîner aux chandelles.

εξαιτίας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trop de femmes accusées d'avoir terni l'honneur de leurs proches sont tuées par leur propre famille.

μέσω

préposition (moyen de communication) (με γενική)

Tu ne peux pas simplement me l'envoyer par mail ?
Δεν μπορείς απλά να το στείλεις με email;

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

από

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Η Λώρα δυνάμωσε την ένταση από κακία.

προς τα έξω

préposition (κατά λέξη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle est sortie par la porte.

ανά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La vitesse maximale autorisée en zone résidentielle est de 45 km à l'heure.

από, σε

préposition (au moyen de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nous pouvons en parler au téléphone si vous préférez.
Μπορούμε να τα πούμε μέσω τηλεφώνου αν προτιμάς.

ανά

(prix)

Les cours de musique coûtent cent dollars de l'heure.
Τα μαθήματα μουσικής κοστίζουν εκατό δολάρια την ώρα.

κάνω par, πετυχαίνω par

locution verbale (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adrian a fait un par aux deux derniers trous.

ενδιάμεσος

(solution,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les mesures provisoires devraient durer jusqu'à la fin du mois. // L'arrangement provisoire est que M. Jones agira en tant que président de l'entreprise.
Τα προσωρινά μέτρα αναμένεται να ισχύσουν μέχρι το τέλος του μήνα. Η προσωρινή συμφωνία είναι ότι ο κ. Τζόουνς θα εκτελεί χρέη προέδρου της εταιρείας.

διαβαθμισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les cahiers d'exercices contiennent une série de tâches classées par niveau à faire faire aux élèves.

ακούσιος, αθέλητος

(action)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'insulte involontaire de Debbie a vraiment blessé sa mère.

ταχυδρομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έμμεσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gens retirent un plaisir indirect en étant effrayés devant des films d'horreur.

δύο φορές την εβδομάδα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le service tient une réunion bihebdomadaire pour discuter de ses projets pour les prochains jours.

επιστολικός, επιστολογραφικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδιάφορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που έχει υποστεί κρυοπαγήματα

(mains, pieds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θαλάσσιος

(μεταφορές)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποκλεισμένος από το χιόνι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αστροφώτιστος

(ciel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

του λυκόφωτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολυδιαβασμένος

(livre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les livres de John Grisham sont populaires, surtout dans le sud des États-Unis.

διαπρεπής

(personne, endroit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άρα

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Je pense, donc je suis.
Σκέφτομαι, συνεπώς (or: επομένως) υπάρχω.

από τη φύση μου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La salle de bain est un endroit naturellement sale.

σταδιακά, βαθμιαία, κλιμακωτά

(Musique)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά λάθος

(απροσχεδίαστα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παραδοσιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle servait traditionnellement la viande en même temps que tous les autres plats sur la table.
Σέρβιρε το φαγητό παραδοσιακά, φέρνοντας τα πιάτα όλα μαζί στο τραπέζι.

από το στόμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εμμέσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Martha a indirectement profité des succès et des réalisations de sa famille.

αλφαβητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έκαστος

(prix d'un objet)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Je pensais qu'il serait facile de trouver un travail ; je me trompais, cependant.
Πίστευα ότι θα ήταν εύκολο να βρω δουλειά. Έκανα λάθος, όμως.

συμπτωματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χρονολογικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χειρουργικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σαν ευλογία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίψη από αέρος

(εφοδιασμός με τρόφιμα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαθερμία

(Médecine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιππήλατη άμαξα

(courant)

μολυβδίαση, δηλητηρίαση από μόλυβδο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η αφαίρεση παλιάς βαφής με βάση το μόλυβδο χωρίς προστατευτική μάσκα μπορεί να οδηγήσει σε μολυβδίαση. Η δηλητηρίαση από μόλυβδο μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα ανάπτυξης στα παιδιά.

ηλεκτροσπασμοθεραπεία

(Médecine, technique, abr)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων

(Mdecine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπιτ ανά δευτερόλεπτο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέσω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle est allée de Khartoum à Katmandou via Dubaï.
Πέταξε από το Χαρτούμ στο Κατμαντού μέσω Ντουμπάι.

ρίχνω το επίπεδο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα μέσα ενημέρωσης ρίχνουν το επίπεδό τους στις μέρες μας προβάλλοντας περισσότερες φωτογραφίες διασήμων παρά αληθινές ειδήσεις.

απομνημονεύω, αποστηθίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon téléphone peut mémoriser plus de mille contacts, mais je n'ai aucun ami.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να αποστηθίζεις ποιήματα στο δημοτικό;

λιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Randall est un ferronnier qui fond les métaux.

ενσαρκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έστυψε και την τελευταία σταγόνα χυμού από το λεμόνι.

ρίχνω κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le gros chien était tellement énervé qu'il a couru vers le petit garçon et l'a renversé.

περιφράζω, περιφράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μανιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δεκαπλάσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James a promis une vengeance décuplée à l'entreprise qui lui avait fait du tort.

πεσμένος, άρρωστος

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je me sens patraque aujourd'hui.

βήμα προς βήμα

(explication, guide)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le magazine inclut un guide détaillé pour monter un commerce en ligne.
Το περιοδικό περιλαμβάνει έναν αναλυτικό οδηγό για το πως να ξεκινήσει κανείς μια επιχείρηση στο ίντερνετ.

ετησίως

(μία φορά το χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les gens de plus de 60 ans devraient faire le test annuellement.
Οι ενήλικες άνω των 60 καλό είναι να κάνουν το τεστ ετησίως.

αισθητά, ορατά, εμφανώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δυο φορές το μήνα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

άλλοτε, κάποτε, πρωτύτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πάνω από όλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peter est un homme intelligent, beau et surtout honnête.
Ο Πίτερ είναι έξυπνος, όμορφος και πάνω από όλα τίμιος άντρας.

από πρώτο χέρι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il m'a donné l'information directement.

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τελικά την τέλειωσε τη δουλειά του.

μόνος μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της.

εχεμύθεια, εμπιστευτικότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kyle utilisait des gestes pour me demander à travers la pièce si je voulais boire quelque chose.

αναγκαίο κακό

([qch] d'inévitable) (για κάτι κακό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ένα αντικείμενο που πέφτει από ένα ύψος υποχρεωτικά θα πέσει στο έδαφος.

μιμητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je déteste les comportements d'imitation, ce n'est absolument pas original.

παρασύρομαι από τον άνεμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς.

στέλνω με fax, στέλνω με φαξ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kyle a demandé à son assistant de faxer la lettre.

τήκω, συντήκω

(επίσημο, επιστημονικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παγιδεύω με δόλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω από αέρος

(εφοδιασμός με τρόφιμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ πιο ευκολονόητο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu devrais simplifier ta présentation pour ce public.
Ίσως χρειαστεί να κάνεις την παρουσίασή σου πιο ευκολονόητη γι' αυτό το κοινό.

που δεν είναι κακομαθημένος

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Miranda était une fille charmante, préservée des influences sordides du monde.

ευτυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Heureusement, Dan a réussi à obtenir de l'aide lorsque sa voiture est tombée en panne au Nebraska.
Ευτυχώς, ο Νταν κατάφερε να βρει βοήθεια όταν χάλασε το αυτοκίνητό του στη Νεμπράσκα.

πάνω από

préposition

Le voleur sauta par-dessus le mur et s'échappa.
Ο κλέφτης πήδηξε πάνω από τον φράκτη και το έσκασε.

κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le nouveau gratte-ciel éclipse tous les autres immeubles autour.
Ο νέος ουρανοξύστης κάνει τα γύρω κτίρια να φαίνονται μικροσκοπικά.

εξουσιοδοτώ

(ορίζω ως εκπρόσωπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο διευθυντής εξουσιοδότησε έναν βοηθό για τη σύσκεψη.

σε

Ils ont posé les draps sur les meubles pour les protéger.
Βάζουν σεντόνια πάνω στα έπιπλα για να τα προστατέψουν.

υπερπηδάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jaime a sauté la clôture et s'est enfui.
Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cheval a sauté la barrière et s'est enfui.
Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του par στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του par

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.