Τι σημαίνει το turn away στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης turn away στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του turn away στο Αγγλικά.

Η λέξη turn away στο Αγγλικά σημαίνει στρέφω αλλού το βλέμμα μου, αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτ, διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω, αποστρέφω το βλέμμα μου, αποστρέφω, αποφεύγω, γυρίζω την πλάτη μου σε κτ, φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι, απαγορεύω την είσοδο σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης turn away

στρέφω αλλού το βλέμμα μου

phrasal verb, intransitive (face opposite way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vicky turned away and counted to fifty while the rest of us hid.

αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτ

(face opposite way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane turned away from Peter after she told him to go to hell.
Η Τζέιν απέστρεψε το βλέμμα της από τον Πίτερ, αφού του είπε να πάει στο διάολο.

διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω

(move further from [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I turned away from the town and set my eyes on new horizons.
Απομακρύνθηκα από την πόλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα.

αποστρέφω το βλέμμα μου

phrasal verb, intransitive (avert your gaze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kiera turned away whenever there was a violent scene in the movie.

αποστρέφω

(avert your gaze from [sth]) (βλέμμα/πρόσωπο/κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Witnesses had to turn away from the grisly sight.
Οι μάρτυρες αναγκάστηκαν να αποστρέψουν το πρόσωπό τους από το φρικιαστικό θέαμα.

αποφεύγω

verbal expression (figurative (avoid involvement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He turns away from dealing with beggars.
Αποφεύγει να έχει επαφές με ζητιάνους.

γυρίζω την πλάτη μου σε κτ

(figurative (reject) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't turn away from my love. You must turn away from a life of crime if you want to stay out of jail.
Μη γυρίζεις την πλάτη σου στον έρωτά μου για εσένα. Πρέπει να γυρίσεις την πλάτη σου στη ζωή του εγκληματία, αν θες να μείνεις εκτός φυλακής.

φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι

(cause to move away)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was hard to turn the cattle away from the broken fence.
Ήταν δύσκολο να απομακρύνω τα βοοειδή από τον χαλασμένο φράκτη.

απαγορεύω την είσοδο σε κπ

(deny entry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Turn them away at the gate.
Μην τους αφήσετε να μπουν μέσα!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του turn away στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του turn away

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.