Τι σημαίνει το valor στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης valor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valor στο πορτογαλικά.

Η λέξη valor στο πορτογαλικά σημαίνει αξία, τιμή, αξία, αξία, τιμή, αξία, αξία, αξία, ποσό, πλεονέκτημα, αξία, γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία, κόστος, ένταση, κουράγιο, θάρρος, φτηνός, που αξίζει τα λεφτά του, μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνου, πλαφόν, ποσό, ασήμαντος, επίπεδο αναφοράς, οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή, η αξία μου, υποκειμενική κρίση, απόλυτο μέγεθος, λογιστική αξία, θερμιδική αξία, ισοτιμία, μείωση αξίας, πτώση, δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνες, καθαρή αξία, καθαρή αξία, ονομαστική αξία μετοχής, τρέχουσα αξία, ανώτατο όριο τιμών, συναισθηματική αξία, συμβολισμός, ονομαστική αξία, αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία, τιμή μετοχής, προστιθέμενη αξία, κόστος αγοράς, αξία επωνυμίας, λογιστική αξία, λογιστική αξία, προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή, διατροφική αξία, υπολειματική αξία, αντικειμενική αξία, ελάχιστη τιμή, αξία ακινήτου, συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη, υπολειμματική αξία, αλυσίδα αξίας, ειδησεογραφική αξία, οριακές συνθήκες, στοιχεία πωλήσεων, κόστος εγγύησης, εκτιμώ την αξία, έξοδα αποστολής, βάζω τιμή σε κτ, με αξία..., φήμη και πελατεία, δεδομένο, ονομαστική αξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης valor

αξία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estamos avaliando o valor deste item.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αξιολογούμε την αξία αυτού του αντικειμένου.

τιμή

substantivo masculino (preço)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Precificamos a tabela no valor de duzentos e cinquenta libras.
Καθορίσαμε την τιμή του τραπεζιού στις εκατόν πενήντα λίρες.

αξία

substantivo masculino (χρηματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muitas coisas de valor foram destruídas no incêndio.

αξία

substantivo masculino (χρηματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vou trocar isto por um objeto de igual valor.
Το ανταλλάσσω για κάτι ίσης αξίας.

τιμή

substantivo masculino (denominação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Infelizmente, essa base de dados tem valores nulos para a ID do empregado.

αξία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos procuramos conceitos com valor.

αξία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O avaliador deu um valor de quatro mil euros.
Η εκτίμηση του εκτιμητή για την αξία του είναι τέσσερις χιλιάδες ευρώ.

αξία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O valor daquela casa foi reduzido por causa do barulho de obras.
Η αξία αυτού του σπιτιού έχει μειωθεί λόγω του θορύβου από την οικοδομή.

ποσό

(χρηματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O valor na conta era maior que ele esperava.
Το ποσό του λογαριασμού ήταν μεγαλύτερο απ' όσο περίμενε.

πλεονέκτημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse artigo sobre direitos das mulheres tem muito valor, mas você precisa modificar algumas coisas.
Το άρθρο για τα δικαιώματα των γυναικών έχει πολλά πλεονεκτήματα αλλά πρέπει να αλλάξεις μερικά πράγματα.

αξία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eles deram valor à sua nova ideia. Suas ideias não têm valor nenhum.

γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόστος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ένταση

(força, distinção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουράγιο, θάρρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φτηνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
É bonita, mas é somente uma bijuteria inútil.
Είναι όμορφο αλλά δεν είναι παρά ένα φτηνιάρικο φο μπιζού.

που αξίζει τα λεφτά του

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A viagem teve um ótimo custo-benefício.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους.

μέση τετραγωνική ρίζα, ρίζα μέσου τετραγώνου

(matemática, anglicismo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πλαφόν

(limite máximo) (ανώτατο όριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O governo estabeleceu um teto para as despesas militares.
Η κυβέρνηση έθεσε πλαφόν στα στρατιωτικά έξοδα.

ποσό

(empréstimo: principal mais juros)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A quantia a ser paga novamente era mais do que ele esperava.

ασήμαντος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίπεδο αναφοράς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η αξία μου

(estima por si mesmo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποκειμενική κρίση

substantivo masculino (avaliação pessoal e crítica)

απόλυτο μέγεθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λογιστική αξία

θερμιδική αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισοτιμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μείωση αξίας, πτώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρή αξία

(valor após descontos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθαρή αξία

(valor após descontos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ονομαστική αξία μετοχής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχουσα αξία

substantivo masculino (valor atual da moeda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανώτατο όριο τιμών

(definir limites máximos nos preços)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συναισθηματική αξία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όχι, το σακάκι μου δεν αξίζει πολλά αλλά έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Κράτησα όλα τα γράμματά του για τη συναισθηματική τους αξία.

συμβολισμός

(o que algo representa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Τα λουλούδια συχνά έχουν συμβολική σημασία, για παράδειγμα, τα κόκκινα τριαντάφυλλα αντιπροσωπεύουν τον έρωτα.

ονομαστική αξία

Os bancos só trocam as notar pelo valor nominal.
Οι τράπεζες θα εξαργυρώνουν χαρτονομίσματα μόνο με την ονομαστική τους αξία.

αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τιμή μετοχής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστιθέμενη αξία

substantivo masculino (algo que aumenta de preço)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόστος αγοράς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O dinheiro do seguro não é suficiente para cobrir o valor de compra de uma nova câmera.

αξία επωνυμίας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογιστική αξία

(finanças)

λογιστική αξία

(BRA)

προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διατροφική αξία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπολειματική αξία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντικειμενική αξία

ελάχιστη τιμή

(cobrança mínima permitida)

αξία ακινήτου

(valor financeiro de imóvel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη

expressão (nutriente: quantidade diária saudável)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπολειμματική αξία

substantivo masculino

αλυσίδα αξίας

substantivo feminino (comércio: série de atividades que agregam valor ao produto final)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ειδησεογραφική αξία

(notícias)

οριακές συνθήκες

(matemática) (μαθηματικά: συναρτήσεις)

στοιχεία πωλήσεων

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ποια είναι τα στοιχεία πωλήσεων για το δεύτερο τρίμηνο;

κόστος εγγύησης

(quantia paga para consertar ou substituir bens)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκτιμώ την αξία

locução verbal (avaliar valor monetário de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έξοδα αποστολής

βάζω τιμή σε κτ

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με αξία...

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φήμη και πελατεία

(BRA) (επιχειρήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
O preço do negócio reflete tanto os ativos tangíveis quanto o patrimônio de marca.
Η τιμή της εταιρείας αντικατοπτρίζει και τα κινητά και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία.

δεδομένο

(matemática) (μαθηματικά: τιμή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα δεδομένα και οι άγνωστοι που χρειάζεστε για να λύσετε το πρόβλημα δίνονται παρακάτω.

ονομαστική αξία

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του valor

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.