Τι σημαίνει το baixa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης baixa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του baixa στο πορτογαλικά.

Η λέξη baixa στο πορτογαλικά σημαίνει θύμα, θύμα, άμπωτη, πτώση, κάθοδος, χαμηλός, κοιλιά, χαμηλωμένος, χαμηλό, πτώση, κάθοδος, κέντρο, μείωση, βουτιά, κοιλιά, κοιλιά, αναρρωτική άδεια, τραυματίας πολέμου, απώλεια πολέμου, αμυδρός, πτώση, απολύω, πεζά γράμματα, χαμηλό ύψος, επίδομα ανεργίας, φτηνός, που χαμηλή σεξουαλική επιθυμία, χαμηλός σε θερμίδες, χαμηλής κοινωνικής τάξης, χαμηλών προδιαγραφών, χαμηλός, κοντός, χαμηλού εισοδήματος, που δεν θέλει πολύ φροντίδα, χαμηλοκάβαλος, χαμηλής θερμοκρασίας, βαθύς, των χαμηλών στρωμάτων, με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ, χαμηλόβαθμος, χαμηλής ισχύος, εκτός περόδου αιχμής, χαμηλόφωνα, σιγανά, χαμηλότερη τάξη, κομοδινάκι, περιοχή χαμηλής πίεσης, βρομοδουλειά, απατεωνιά, τάση υποχώρησης, υπόταση, κτ που δεν επείγει, κακή ποιότητα, χαμηλό προφίλ, χαμηλή φωνή, δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάτοψη, επίδομα, χαμηλή απόδοση, κακή απόδοση, χαμηλή παλίρροια, χαμηλή συχνότητα, άμπωτη, ταινία β' διαλογής, χαμηλή σεζόν, χαμηλοκάβαλο παντελόνι, βαριές απώλειες, σιγοτραγουδώ, κόβω βαθμό, πεζός, πτωτικός, κακής ποιότητας, χαμηλόμισθος, κακή ορατότητα, μπάσα φωνή, χαμηλές επιδόσεις, χαμηλή τεχνολογία, χαμηλής συχνότητας, στους πρόποδες, χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός, περίοδος εκτός αιχμής, κακής ορατότητας, χαμηλοκάβαλο τζιν, χαμηλής φωτοευαισθησίας, αργός, της χαμηλής παλίρροιας, χαμηλού υψομέτρου, χαμηλοκάβαλος, χαμηλό, αυλώνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης baixa

θύμα

substantivo feminino (militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A batalha foi repleta de baixas, muitas das quais estavam pedindo por ajuda.
Στο πεδίο μάχης υπήρχαν διάσπαρτοι τραυματίες, πολλοί από τους οποίους καλούσαν για βοήθεια.

θύμα

substantivo feminino (militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O primeiro marido da Sra. Gray foi uma baixa da guerra.
Ο πρώτο σύζυγος της κας Γκρέυ ήταν θύμα του πολέμου.

άμπωτη

substantivo feminino (onda fora de fluxo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Com a baixa da maré, o mar recuou gradualmente, revelando mais da praia.
Με την άμπωτη της παλίρροιας η θάλασσα σταδιακά τραβήχτηκε προς τα πίσω αποκαλύπτοντας μεγαλύτερο μέρος της παραλίας.

πτώση, κάθοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμηλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοιλιά

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμηλωμένος

adjetivo (luz)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O restaurante tem uma atmosfera romântica com luz baixa.

χαμηλό

substantivo feminino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
As ações atingiram uma baixa recorde para o ano.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η μετοχή της εταιρείας έπεσε σε ιστορικό χαμηλό μετά το σκάνδαλο.

πτώση, κάθοδος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κέντρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O centro é sempre empolgante com tantas lojas e pessoas.
Με όλα τα μαγαζιά και τον κόσμο, το κέντρο είναι πάντα συναρπαστικό.

μείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A empresa considera como pode reverter a baixa nas vendas.
Στην εταιρεία αναρωτιόνταν πως θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη μείωση (or: πτώση) των πωλήσεων.

βουτιά

(figurado, financeiro) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Houve uma queda recente nos preços das casas.
Παρατηρήθηκε βουτιά στις τιμές των σπιτιών.

κοιλιά

(figurado, financeiro) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Houve uma queda na compra e venda de imóveis após a crise financeira.
Ο κατασκευαστικός τομέας έκανε κοιλιά μετά την κατάρρευση της οικονομίας.

κοιλιά

(figurado, produtividade) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel tem tido uma queda em seu volume de trabalho desde que seu principal cliente faliu.
Η Ρέητσελ παρατήρησε κοιλιά στον φόρτο εργασίας της από τότε που ο βασικός της πελάτης πτώχευσε.

αναρρωτική άδεια

O professor do Freddy está de licença por doença por três semanas ou mais.
Ο δάσκαλος του Φρέντυ λείπει με αναρρωτική άδεια εδώ και τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο.

τραυματίας πολέμου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απώλεια πολέμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αμυδρός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A equipe tinha uma pequena chance de ganhar.

πτώση

substantivo feminino (declínio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A queda dos preços vai prejudicar nossos lucros.
Η πτώση των τιμών θα μειώσει τα κέρδη μας.

απολύω

expressão verbal (do exército) (στρατιωτικός όρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O oficial comandante deu baixa ao soldado.

πεζά γράμματα

(letra pequena)

χαμηλό ύψος

(altura) (αντικείμενο)

επίδομα ανεργίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φτηνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που χαμηλή σεξουαλική επιθυμία

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλός σε θερμίδες

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλής κοινωνικής τάξης

locução adjetiva (indica posição social)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Αφότου τον απέλυσαν, έπρεπε να μετακομίσουν σε μια γειτονιά χαμηλής κοινωνικής τάξης κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό.

χαμηλών προδιαγραφών

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαμηλός, κοντός

substantivo feminino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλού εισοδήματος

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που δεν θέλει πολύ φροντίδα

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Meu jardim de plantas nativas é de baixa manutenção em comparação com o gramado usual.

χαμηλοκάβαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλής θερμοκρασίας

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βαθύς

locução adjetiva (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

των χαμηλών στρωμάτων

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλόβαθμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλής ισχύος

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτός περόδου αιχμής

locução adverbial (fora da alta temporada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Normalmente é mais barato viajar na temporada baixa.

χαμηλόφωνα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σιγανά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαμηλότερη τάξη

(as classes menos favorecidas)

κομοδινάκι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιοχή χαμηλής πίεσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βρομοδουλειά, απατεωνιά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι επαγγελματίας απατεώνας. Γι’ αυτό έχε το νου σου για τις παγαποντιές του.

τάση υποχώρησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπόταση

(medicina: hipotensão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κτ που δεν επείγει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pagar seu aluguel em dia não deve ser uma prioridade baixa. Esse projeto não precisa ser concluído até o próximo mês, por isso é uma prioridade baixa por enquanto.

κακή ποιότητα

(inferioridade)

χαμηλό προφίλ

(passar despercebido)

Ο πολιτικός διατήρησε χαμηλό προφίλ για αρκετούς μήνες μετά το σκάνδαλο.

χαμηλή φωνή

(murmúrio, sussurro)

Αποκάλυψε το πλάνο του με χαμηλή φωνή ώστε μην ακουστεί. Μίλησε με τόσο χαμηλή φωνή που μετά βίας μπορούσα να τον ακούσω.

δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(parlamento)

κάτοψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίδομα

substantivo masculino (tradução literal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαμηλή απόδοση, κακή απόδοση

(insucesso)

χαμηλή παλίρροια

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ψάρεψα στη χαμηλή παλίρροια, αλλά δεν έπιασα τίποτε περισσότερο απ' ότι πιάνω συνήθως.

χαμηλή συχνότητα

άμπωτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Στην άμπωτη, μπορείς να δεις ένα ναυάγιο να ξεπροβάλλει από την άμμο.

ταινία β' διαλογής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλή σεζόν

χαμηλοκάβαλο παντελόνι

substantivo feminino (jeans)

βαριές απώλειες

(muitas pessoas mortas ou feridas)

σιγοτραγουδώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κόβω βαθμό

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο καθηγητής μου έκοψε βαθμούς επειδή έγραψα λάθος πολλές λέξεις.

πεζός

locução adjetiva (letra: não maiúscula) (γράμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Χρησιμοποιήστε μείξη κεφαλαίων και πεζών χαρακτήρων στο συνθηματικό σας.

πτωτικός

locução adjetiva (mercado de ações) (χρηματιστήριο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακής ποιότητας

locução adjetiva (inferior)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαμηλόμισθος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακή ορατότητα

μπάσα φωνή

(voz de tom baixo)

χαμηλές επιδόσεις

(falha em funcionar perfeitamente)

χαμηλή τεχνολογία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χαμηλής συχνότητας

(σε γενική)

στους πρόποδες

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός

substantivo feminino (συχνά στον πληθυντικό)

περίοδος εκτός αιχμής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακής ορατότητας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλοκάβαλο τζιν

substantivo masculino plural

χαμηλής φωτοευαισθησίας

locução adjetiva (fotografia: não sensível)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Use filme de baixa sensibilidade para fotografar em condições claras e ensolaradas.

αργός

locução adjetiva (foto: obturador)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu uso o obturador de baixa velocidade para fotos noturnas.

της χαμηλής παλίρροιας

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλού υψομέτρου

(terreno: pouca elevação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλοκάβαλος

(calça) (παντελόνι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλό

substantivo feminino (meteorologia: depressão)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Há uma área de baixa pressão sobre o Atlântico, causando tempestades.
Υπάρχει ένα χαμηλό (or: χαμηλό βαρομετρικό) πάνω από τον Ατλαντικό που προκαλεί καταιγίδες.

αυλώνας

substantivo feminino (atmosfera) (επίσημο: χαμηλών πιέσεων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O meteorologista previu uma baixa pressão atmosférica sobre o país nos próximos dias.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του baixa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του baixa

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.