Τι σημαίνει το verão στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης verão στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του verão στο πορτογαλικά.
Η λέξη verão στο πορτογαλικά σημαίνει καλοκαίρι, καλοκαίρι, καλοκαίρι, καλοκαιρινός, καλοκαιρινός, κατακαλόκαιρο, αμάνικο φόρεμα, θερινή ώρα, καλοκαιρινές διακοπές, κατασκήνωση, καλοκαιρινή ημέρα, καλοκαιρινό σπίτι, καλοκαιρινές διακοπές, βιβλία για το καλοκαίρι, βιβλία για τις διακοπές, θερινό σχολείο, θερινή ραστώνη, ωδικό πτηνό της Αμερικής, καλοκαιρινές διακοπές, θερινή ώρα, δευτερεύουσα κατοικία, θερινό ηλιοστάσιο, θερινή ώρα, πέφτω σε θερινή νάρκη, καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικος, του κατακαλόκαιρου, βιβλίο για τις διακοπές, καλοκαιρινές διακοπές, καλοκαιρινός, κατασκήνωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης verão
καλοκαίριsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gostamos de ir à praia no verão. Το καλοκαίρι μας αρέσει να πηγαίνουμε στην παραλία. |
καλοκαίριsubstantivo masculino (1ª parte do verão) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A abertura da piscina no final de maio marca o início do verão. |
καλοκαίριsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλοκαιρινόςlocução adjetiva (característico de verão) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aquela canção é uma boa melodia de verão. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μας αρέσει πολύ να πηγαίνουμε στο θερινό σινεμά. |
καλοκαιρινόςlocução adjetiva (calor de verão) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O clima de verão era raro em março. |
κατακαλόκαιρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αμάνικο φόρεμα(sem manga) |
θερινή ώρα
|
καλοκαιρινές διακοπές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατασκήνωση(centro de atividades para crianças no verão) (για παιδιά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλοκαιρινή ημέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλοκαιρινό σπίτι(construção externa usada para lazer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλοκαιρινές διακοπέςsubstantivo feminino plural |
βιβλία για το καλοκαίρι, βιβλία για τις διακοπέςsubstantivo feminino (livros para ler em feriados longos) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θερινό σχολείο(aulas no verão) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θερινή ραστώνη(atividade reduzida no verão) (λόγιος) |
ωδικό πτηνό της Αμερικής(biologia: variedade de pássaro) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλοκαιρινές διακοπέςsubstantivo feminino plural (período longo de férias no verão) |
θερινή ώραsubstantivo masculino |
δευτερεύουσα κατοικία
|
θερινό ηλιοστάσιο
|
θερινή ώρα
|
πέφτω σε θερινή νάρκηexpressão verbal (Zoologia) (ζωολογία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικοςlocução adjetiva (roupa: leve) (ρουχισμός: ελαφρύς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
του κατακαλόκαιρου(de verão) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βιβλίο για τις διακοπέςsubstantivo feminino (livro lido em feriados de verão) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλοκαιρινές διακοπές(feriado no verão) |
καλοκαιρινόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατασκήνωσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O acampamento de verão de minha filha oferece natação e cantos em volta da fogueira. Στην κατασκήνωση της κόρης μου προσφέρουν κολύμβηση και τραγούδια γύρω από τη φωτιά. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του verão στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του verão
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.