Τι σημαίνει το verdadero στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης verdadero στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του verdadero στο ισπανικά.
Η λέξη verdadero στο ισπανικά σημαίνει αληθινός, πραγματικός, αληθής, πραγματικός, αληθινός, αλήθεια, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, αφοσιωμένος, πιστός, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, πραγματικός, κανονικός, πραγματικός, αληθινός, γέννημα-θρέμμα, αληθινός, εντελώς, απόλυτα, πραγματικός, ρεαλιστικός, κραυγαλέος, αληθινή αγάπη, βαθιά θρησκευόμενος, πραγματική σημασία, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, πραγματικό νόημα, βορείως, βόρεια, βρίσκω την αληθινή αγάπη, πραγματική αγάπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης verdadero
αληθινός, πραγματικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha demostrado ser una verdadera enfermera y tiene una gran vocación. Απέδειξε ότι είναι γεννημένη νοσοκόμα και ότι έχει ταλέντο σε αυτό. |
αληθής(γεωγραφικός βορράς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Desde aquí tenemos que andar diez kilómetros hacia el norte verdadero. Από εδώ, πρέπει να κατευθυνθούμε για δέκα χιλιόμετρα προς τον αληθή βορρά. |
πραγματικός, αληθινός(papel moneda) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estos son billetes auténticos. Αυτά είναι πραγματικά χαρτονομίσματα. |
αλήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sí, es verdad que fui a la tienda ayer. Ναι, αλήθεια πήγα στο μαγαζί χθες. |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La alarma causó una confusión total. |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφοσιωμένος, πιστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un verdadero seguidor permanece fiel incluso cuando su equipo pierde. Ένας αφοσιωμένος οπαδός παραμένει πιστός ακόμη και όταν χάνει η ομάδα του. |
καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este año, los fuegos artificiales del 4 de julio fueron un verdadero espectáculo. Φέτος, τα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου ήταν εκπληκτικό θέαμα. |
πραγματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Él fue el verdadero líder mientras el presidente estuvo enfermo. Ήταν ο πραγματικός ηγέτης ενώ ο Πρόεδρος ήταν άρρωστος. |
κανονικόςadjetivo (εμφατικός τύπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La casa de Wendy es un verdadero tesoro de muebles antiguos. Το σπίτι της Γουέντι είναι κανονικό θησαυροφυλάκιο από παλιά έπιπλα. |
πραγματικός, αληθινόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γέννημα-θρέμμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ahora admite que su primera declaración no fue del todo verídica. Τώρα παραδέχεται ότι η πρώτη της κατάθεση δεν ήταν εντελώς αληθής. |
εντελώς, απόλυτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi nuevo jefe es un aburrido total. |
πραγματικός, ρεαλιστικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los críticos elogiaron la película porque muestra el mundo de las adicciones de una forma real. |
κραυγαλέοςadjetivo (μεταφορικά, συνήθως κακό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Consideró que era un auténtico (or: verdadero) escándalo el hecho de que los soldados que regresaban recibieran tan poca ayuda. |
αληθινή αγάπη
Creo que esto que tengo con Nelson es el amor de verdad. |
βαθιά θρησκευόμενοςnombre masculino (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) No hay manera de influenciar la fe de mi vecina: es una verdadera creyente. |
πραγματική σημασία
El verdadero significado de "diezmar" es matar un hombre de cada diez. |
πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todos podían ver que lo de la pareja era amor verdadero, no podían sacarse los ojos de encima. Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον. |
πραγματικό νόημαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βορείως, βόρεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βρίσκω την αληθινή αγάπηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El romántico adolescente espera encontrar el amor verdadero. |
πραγματική αγάπηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después de dieciocho años separados, ella se reunió con su verdadero amor. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του verdadero στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του verdadero
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.