Τι σημαίνει το viagem στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης viagem στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του viagem στο πορτογαλικά.

Η λέξη viagem στο πορτογαλικά σημαίνει ταξίδι, αποκύημα της φαντασίας, ταξίδι με το αυτοκίνητο, απόδραση, ταξίδι, ταξίδια, διαδρομή, μαστούρα, διαδρομή, ταξίδι, ταξίδι, διαδρομή, ταξίδι, ταξίδι, που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ, που ζαλίζεται, καλό ταξίδι, καλό ταξίδι, καλές διακοπές, Καλές διακοπές, ταξίδι με σακίδιο πλάτης, κανό, τσάντα, σακούλα, τσάντα, σακούλα, πτήση με διαστημόπλοιο, ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, αεροπορικό ταξίδι, παρθενικό ταξίδι, πουγγί, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, ευχάριστο ταξίδι, ταξίδι αναψυχής, αναγνωριστική επίσκεψη, εκδρομή προσκόπων, ταξίδι με τρένο, υπέρ-ατλαντικό ταξίδι, ταξιδιωτική επιταγή, επαγγελματικό ταξίδι, ημερήσια εκδρομή, τσάντα, σακούλα, εκπαιδευτική εκδρομή, πακέτο διακοπών, ταξίδι μετ' επιστροφής, ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στο μέλλον, επαγγελματικό ταξίδι, συνολική διάρκεια ταξιδιού, εκδρομή για ψάρεμα, ρόουντ μούβι, καλό ταξίδι, καλό ταξίδι, ταξίδι για σκι, βόλτα με έλκηθρο, πνευματικό ταξίδι, εκπαιδευτικό ταξίδι, ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλή, οδοιπορικά έξοδα, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, έξοδα ταξιδιού, διακοπές σε συνδυασμό με εργασία, βόλτα για ψώνια, φαστφουντάδικο, αυτός που κάνει μονοήμερη εκδρομή, ταξιδιωτικά έξοδα, καλό ταξίδι, λεπτομέρειες ταξιδιού, ταξιδιωτικοί περιορισμοί, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, πτήσης, Καλό ταξίδι, ταξίδι, ταξίδι με διαστημόπλοιο, ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλή, εισιτήριο απεριορίστων διαδρομών, συνοδός, οδηγός, αρχηγός, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, απάγω, ταξίδι, σε πακέτο, που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια, κουρασμένος από το ταξίδι, ταξιδιωτική ασφάλεια, διαστημικό ταξίδι, τσάντα, επιστρέφω, γυρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης viagem

ταξίδι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Diverti-me na viagem.
Πέρασα ωραία στην εκδρομή μου.

αποκύημα της φαντασίας

substantivo feminino (figurado, imaginação exacerbada)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταξίδι με το αυτοκίνητο

substantivo feminino (em veículo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estamos planejando uma viagem para Perth neste fim de semana.
Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο.

απόδραση

substantivo feminino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kate ganhou uma viagem para uma ilha.
Η Κέιτ κέρδισε διακοπές σε ένα νησί.

ταξίδι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Meu irmão gosta de viagens ao exterior.
Του αδερφού μου του αρέσουν τα ταξίδια στο εξωτερικό.

ταξίδια

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ele encontrava muitas pessoas em suas viagens.
Γνώρισε πολύ κόσμο στα ταξίδια του.

διαδρομή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foi uma viagem agradável pelas montanhas de West Virginia.
Ήταν μια ευχάριστη διαδρομή μέσα από τα βουνά της Δυτικής Βιρτζίνια.

μαστούρα

substantivo feminino (drogas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jerry teve uma viagem ruim.
Ο Τζέρι αναρρώνει από ένα κακό τριπ.

διαδρομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Planeje sua viagem no metrô de Londres.

ταξίδι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fizemos uma viagem por toda a América do Sul.
Κάναμε ένα ταξίδι σε όλη τη Νότια Αμερική.

ταξίδι

substantivo feminino (às custas do dinheiro público)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαδρομή

substantivo feminino (duração)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A cidade está a três dias de viagem a cavalo daqui.

ταξίδι

substantivo feminino (longa viagem)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O grupo saiu em jornada para uma terra distante.
Το γκρουπ πήγε ένα ταξίδι σε μια μακρινή χώρα.

ταξίδι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Λένε ότι τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντές μας.

που έχει προορισμό κτ, που κατευθύνεται προς κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O navio cruzeiro estava destinado para Nova York.
Το κρουαζιερόπλοιο είχε προορισμό (or: κατευθυνόταν προς) τη Νέα Υόρκη.

που ζαλίζεται

locução adjetiva (μέσα σε όχημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλό ταξίδι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καλό ταξίδι, καλές διακοπές

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλές διακοπές

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταξίδι με σακίδιο πλάτης

(για νεαρούς τουρίστες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As viagens de mochila são a maneira mais econômica de viajar.
Τα ταξίδια με σακίδιο πλάτης είναι ένας από τους πιο οικονομικούς τρόπους να ταξιδεύει κανείς.

κανό

(δραστηριότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τσάντα, σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα, σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πτήση με διαστημόπλοιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροπορικό ταξίδι

παρθενικό ταξίδι

(navegação)

πουγγί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχάριστο ταξίδι

(experiência de viagem agradável)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταξίδι αναψυχής

(feriado, férias)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναγνωριστική επίσκεψη

(viagem feita para coletar informações)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκδρομή προσκόπων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταξίδι με τρένο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπέρ-ατλαντικό ταξίδι

(viagem sobre o Oceano Atlântico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταξιδιωτική επιταγή

substantivo masculino

επαγγελματικό ταξίδι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημερήσια εκδρομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα, σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πήραμε σε μια σακούλα ό,τι περίσσεψε, για να το φάμε την επόμενη μέρα στο σπίτι.

εκπαιδευτική εκδρομή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A turma foi para uma viagem de campo no zoológico.
Η τάξη πήγε εκπαιδευτική εκδρομή στον ζωολογικό κήπο.

πακέτο διακοπών

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταξίδι μετ' επιστροφής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A viagem de ida çe volta leva quatro horas de carro.
Το ταξίδι μετ' επιστροφής διαρκεί μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο.

ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στο μέλλον

(ficção científica: transporte para o passado ou futuro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επαγγελματικό ταξίδι

συνολική διάρκεια ταξιδιού

substantivo feminino (viagem aérea)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκδρομή για ψάρεμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρόουντ μούβι

(κινηματογράφος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καλό ταξίδι

καλό ταξίδι

ταξίδι για σκι

(férias de esquiagem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βόλτα με έλκηθρο

(viagem de trenó)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πνευματικό ταξίδι

substantivo feminino (experiência pessoal religiosa)

εκπαιδευτικό ταξίδι

(visita feita para pesquisa acadêmica)

ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλή

(aviso sobre problemas de transportes)

οδοιπορικά έξοδα

(despesas com transporte)

συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα

(acompanhante em viagem)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα

(acompanhante em viagem)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

έξοδα ταξιδιού

(dinheiro gasto em viagem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοπές σε συνδυασμό με εργασία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βόλτα για ψώνια

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φαστφουντάδικο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτός που κάνει μονοήμερη εκδρομή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξιδιωτικά έξοδα

(gastos com viagem de negócios)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καλό ταξίδι

λεπτομέρειες ταξιδιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξιδιωτικοί περιορισμοί

(limites impostos)

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πτήσης

locução adjetiva (de avião)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

Καλό ταξίδι

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταξίδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O capitão informou aos passageiros que a viagem marítima levaria aproximadamente oito horas.
Ο καπετάνιος πληροφόρησε τους επιβάτες ότι το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες.

ταξίδι με διαστημόπλοιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταξιδιωτική οδηγία, ταξιδιωτική συμβουλή

(alerta de condições inseguras para destinos turísticos)

εισιτήριο απεριορίστων διαδρομών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνοδός, οδηγός, αρχηγός

substantivo masculino, substantivo feminino (γκρουπ τουριστών)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
No tour de ônibus, o guia de viagem apontou todos os pontos importantes.
Στην περιήγηση με το λεωφορείο, ο συνοδός έδειχνε όλα τα σημαντικά αξιοθέατα.

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

locução verbal (viajar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απάγω

(μεταφορικά, χιουμοριστικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταξίδι

substantivo feminino (ING, informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve fez uma viagem a lazer para Londres com seus amigos.
Ο Στηβ έχει πάει ταξίδι στο Λονδίνο με τα φιλαράκια του.

σε πακέτο

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μετά την ταινία, πήγαμε σε ένα κινέζικο εστιατόριο, για να πάρουμε φαγητό σε πακέτο.

που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουρασμένος από το ταξίδι

expressão

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ταξιδιωτική ασφάλεια

substantivo masculino

διαστημικό ταξίδι

substantivo feminino

τσάντα

(ταξιδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Katie mantém seu kit de academia numa bolsa de viagem.

επιστρέφω, γυρίζω

(percurso a cavalo ou em um veículo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του viagem στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του viagem

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.