Τι σημαίνει το volverse στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης volverse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του volverse στο ισπανικά.

Η λέξη volverse στο ισπανικά σημαίνει γυρίζω, κάνω come back, γυρίζω, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, ξαναπάω, έχω επιστρέψει, είμαι πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω, επιστρέφω στις νίκες, έρχομαι, επιστρέφω, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, αφήνω, επαναλαμβάνομαι, επιστρέφω, επαναλαμβάνομαι, που επιστρέφει, που γυρίζει πίσω, επανέρχομαι, ξανάρχομαι σε κπ, δεύτερη ματιά, ανασταίνομαι, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ, φουντώνω, ξανασκέφτομαι, ξανακάνω, ξαναδίνω, ανακαλύπτω ξανά, ξαναδίνω, επανασυναρμολογώ, επαναβεβαιώνω, επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω, επαναπροσλαμβάνω, επανεπενδύω, ξαναβάζω ετικέτα, ξαναμαθαίνω, επανεκδίδω, ξανασφραγίζω, ξαναπερπατώ, επαναχαράσσω, επιχειρώ ξανά, ξαναγράφω, δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω, στην πραγματικότητα, ξαναξεκινώ, φορτίζω, ξαναεφαρμόζω, βάζω στην θέση του, ξαναπροσπαθώ, φτιάνω τη βαλίτσα ξανά, ετοιμάζω τη βαλίτσα ξανά, ανανεώνω, επανέρχομαι, ανασταίνομαι, ξαναμετρώ, ξαναρχίζω, επαναλειαίνω, ανακαταλαμβάνω, στέλνω, δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη, επαναφέρω, ξανά από την αρχή, χωρίς γυρισμό, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, νέα αρχή, επιστροφή στις ρίζες, δικαίωμα εισόδου-εξόδου, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι, κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου, γυρίζω το χρόνο πίσω, φέρνω σε παροξυσμό, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, επανασυσκευάζω, πεθαίνω, επιστροφή στη βάση, βιδώνω, επιστρέφω αμέσως, συναρμολογούμαι ξανά, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, επανέρχομαι στο κανονικό, τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω, βλέπω κπ για τελευταία φορά, αναποδογυρίζω, τρελαίνω, γυρίζω τον χρόνο πίσω, πηγαίνω πίσω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, ξαναβάζω, επιστρέφω στο παρελθόν, επανασυναρμολογώ, επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω, ξαναπαντρεύομαι, επανεστιάζω, ξαναμεγαλώνω, ξαναναπτύσσομαι, ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύω, ξανασυμβαίνω, φτιάνω τη βαλίτσα ξανά, ετοιμάζω τη βαλίτσα ξανά, ξανανεβαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης volverse

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Volví de la oficina a las 6.30 pm.
Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ.

κάνω come back

verbo intransitivo (al éxito) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En 2013, la cantante pop volvió con un álbum récord en ventas.
Το 2013 ο ποπ τραγουδιστής έκανε come back με ένα άλμπουμ που έσπασε ρεκόρ πωλήσεων.

γυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él hizo girar el jarrón para que esté orientado mirando a la habitación.
Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο.

ξαναπάω, ξαναπηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frank dejó la billetera en casa y tuvo que volver a buscarla.
Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει.

ξαναπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Visité a mi tía en Grecia el año pasado ¡y no puedo esperar para volver!
Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω.

έχω επιστρέψει, είμαι πίσω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He vuelto de acampar, ¿me extrañaste?

επανέρχομαι, επιστρέφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiene un resorte, cuando la sueltas vuelve a su posición original.

ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω στις νίκες

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Federer volvió a ganar el tercer juego.

έρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando vuelve la primavera todo se cubre de verde.
Η Τζιλ νιώθει πάντα λυπημένη όταν έρχεται η επέτειος θανάτου του συζύγου της.

επιστρέφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mis pesadillas vuelven una y otra vez.

επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se hace tarde, regresemos a casa.

αφήνω

(ακολουθεί επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sorpresa lo dejó atónito.
Το σοκ τον άφησε άφωνο.

επαναλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tengo una pesadilla que se repite cada noche.

επιστρέφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que regrese pronto.
Ελπίζω να γυρίσει σύντομα.

επαναλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta secuencia de eventos de repite cada cinco años.

που επιστρέφει, που γυρίζει πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los viajeros que volvieron presentan síntomas de una extraña enfermedad.

επανέρχομαι

(για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ava se fue de su casa cuando tenía 18, pero volvió para cuidar a su madre 10 años después.

ξανάρχομαι σε κπ

locución verbal (η ανάμνηση)

De pronto el nombre de la película volvió a mi memoria.
Ξαφνικά ξαναθυμήθηκα το όνομα της ταινίας.

δεύτερη ματιά

Hagamos una revisión de la propuesta que tratamos ayer.

ανασταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επαναλαμβάνω, ξανακάνω

(κτ που έκανα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El paciente progresó, pero después revirtió.

φουντώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El fuego se reavivó después de que los bomberos creyeran estaba apagado.
Η φωτιά φούντωσε αφού οι πυροσβέστες νόμισαν ότι έσβησε.

ξανασκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor reconsideren nuestra oferta de alojamiento por el fin de semana.

ξανακάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bobby no pudo resolver el problema matemático y decidió rehacerlo.

ξαναδίνω

(examen) (διαγώνισμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reprobé el examen, y tuve que repetirlo.

ανακαλύπτω ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de retirarse, Bob redescubrió su amor por el senderismo.

ξαναδίνω

(εξετάσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de reprobar la primera vez, Bridget repitió el examen un mes más tarde.

επανασυναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επαναπροσλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεπενδύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναβάζω ετικέτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναμαθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεκδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανασφραγίζω

(κλείνω ερμητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναπερπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναχαράσσω

(πολεοδομία: ζώνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιχειρώ ξανά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξαναγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor reescribe esta sección y no menciones al senador.

δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στην πραγματικότητα

(επαναφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Decirle que estaba en quiebra la hizo recapacitar y dejar de comprar compulsivamente.
Όταν της είπα ότι είμαι απένταρος, είδε και πάλι τα πράγματα ρεαλιστικά και σταμάτησε τις καταναλωτικές της κραιπάλες.

ξαναξεκινώ

(αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reinicia el auto a ver si ese sonido se va.
Ξαναβάλε μπρος το αμάξι και παρατήρησε αν εξαφανιστεί ο θόρυβος.

φορτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito recargar mi teléfono porque se quedó sin batería.

ξαναεφαρμόζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La economista reutilizó las teorías de Marx en su trabajo.

βάζω στην θέση του

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξαναπροσπαθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reintenté el pago dos veces y el banco bloqueó la tarjeta.

φτιάνω τη βαλίτσα ξανά, ετοιμάζω τη βαλίτσα ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανανεώνω

(ejército) (συμβόλαιο, συνδρομή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανέρχομαι

(στο μυαλό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La idea de estrangularte sigue repitiéndoseme.
Στο μυαλό που επανέρχεται συνέχεια η ιδέα να σε στραγγαλίσω.

ανασταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Crees que Jesús de verdad resucitó?

ξαναμετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se recontaron los votos, pero el resultado fue el mismo.
Έγινε επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτιών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

ξαναρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Decidí reiniciar mis estudios después de que murió mi marido.
Αποφάσισα να ξαναρχίσω τις σπουδές μου αφού πέθανε ο σύζυγός μου.

επαναλειαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαταλαμβάνω

(militar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ejército reconquistó el pueblo que había perdido en una batalla anterior.

στέλνω

(αργκό, παλαιό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa película me encanta.
Αυτή η ταινία με έστειλε.

δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Van a retransmitir el documental sobre música blues esta noche.

επαναφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανά από την αρχή

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς γυρισμό

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dejó este país para nunca volver.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι καλές μέρες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

νέα αρχή

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al niño lo cambiaron de escuela para que pudiera volver a empezar.

επιστροφή στις ρίζες

locución verbal (figurado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La novela vuelve a las raíces del género.

δικαίωμα εισόδου-εξόδου

(estacionamiento) (χωρίς επιπλέον χρέωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο

(figurado) (μεταφορικά: κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hoy empiezo a trabajar en la compañía donde trabajé por primera vez, siento que mi carrera cierra un circulo.

ξαναβρίσκω τη φόρμα μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me uní al gimnasio para volver a estar en forma.

πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La fiesta se ha acabado; es hora de volver a casa.
Το πάρτι τελείωσε, είναι ώρα να πάω σπίτι.

κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La estrella de pop está de moda nuevamente después de aparecer en ese reality show.

γυρίζω το χρόνο πίσω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sólo se puede volver el tiempo atrás con los recuerdos o con la imaginación.

φέρνω σε παροξυσμό

La banda saliendo al escenario volvió loca a la multitud.

γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι

locución verbal

¡Vuelve directo a casa después de la escuela, jovencito!

σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού

(figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El constante llanto del bebé volvió loco a James.

πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando vi que afuera llovía, decidí volver a la cama.

επανασυσκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tras el control en la aduana se procedió a empacar de nuevo los artículos revisados.

πεθαίνω

locución verbal (eufemismo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστροφή στη βάση

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estuve viajando por el mundo durante los últimos nueve años, pero ya he regresado al redil.
Ταξίδεψα τον κόσμο για εννέα χρόνια και τώρα έχω επιστρέψει στη βάση μου.

βιδώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No te olvides de volver a enroscar la tapa de la pasta de dientes.

επιστρέφω αμέσως

Vuelvo ahora mismo, tengo que ir corriendo a la tienda por unos huevos.

συναρμολογούμαι ξανά

Desmontó el reloj y no puede volver a montarlo.

επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me tomo dos semanas de vacaciones, vuelvo a trabajar el 21.

επανέρχομαι στο κανονικό

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al comienzo, me sedujeron sus rápidos cambios, pero después de un tiempo volvió a ser el mismo de siempre.

τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω

(μτφ: κάνω κπ έξαλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Me estás volviendo loca!

βλέπω κπ για τελευταία φορά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No volví a ver a Marta desde la fiesta de egresados.

αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pon el pantalón al revés para lavarlo.

τρελαίνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω τον χρόνο πίσω

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω πίσω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Revuelve la sopa y pon de nuevo la tapa por treinta minutos.

επιστρέφω στο παρελθόν

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επανασυναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La alineación de los planetas no volverá a ocurrir por otros 20 años.
Η ευθυγράμμιση των πλανητών δεν θα επαναληφθεί (or: ξανασυμβεί) για τα επόμενα 20 χρόνια.

ξαναπαντρεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sheila volvió a casarse a los 68.

επανεστιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Juan tenía la vista borrosa por el cansancio, pero hizo un esfuerzo por volver a enfocar.

ξαναμεγαλώνω, ξαναναπτύσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este ungüento ayudará a tu cabello a crecer nuevamente.

ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανασυμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτιάνω τη βαλίτσα ξανά, ετοιμάζω τη βαλίτσα ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξανανεβαίνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του volverse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.