Τι σημαίνει το loco στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loco στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loco στο ισπανικά.

Η λέξη loco στο ισπανικά σημαίνει κορόιδο, θυμωμένος, τρελός, διαταραγμένος, τρελός, νευρικός, του 'χει στρίψει, του έχει λασκάρει βίδα, μουρλός, τρελός, τρελός, παλαβός, αλλόκοτος, ανισόρροπος, τρελός, παλαβός, ανισόρροπος, χαρούμενος, ξέφρενος, τρελός, παλαβός, μουρλός, θεότρελος, θεόμουρλος, φευγάτος, τρελός και παλαβός, τρελάρας, παλάβρας, ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβής, τρελός, ανισόρροπος, τρελός, τρελός, ενθουσιασμένος, παθιασμένος, τρελαμένος, γειάσου, κουκουρούκου, έξω φρενών, τρελός, παλαβός, τρελός, μανιώδης, τρελός, τρελός, τρελός, μαστουρωμένος, φτιαγμένος, λιώμα, θεότρελος, παλαβός, τρελός, παλαβός, μουρλός, τρελός, τρελός, τρελάρας, τρελός, τρελή, μαστουρωμένος, ψυχασθενής, ψυχεδελικός, τρελός, παλαβός, τρελός, παλαβός, φρενοβλαβής, τρελός, παλαβός, λάτρης, γελοίος, τρελός, τρελός, παλαβός, κούκου, τρελός, τρελή, ερωτοχτυπημένος, τρελός, παλαβός, έξαλλος, εκτός ελέγχου, παράλογα, τρελαίνομαι, αφηνιάζω, στέλνω, ερωτοχτυπημένος, παλάβρας, νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος, θεότρελος, θεοπάλαβος, τρελός, παλαβός, παράφρονας, ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος, τρελός, παλαβός, τρελαίνομαι για κπ/κτ, μες στα νεύρα, μες στην τσίτα, σαν τρελός, σαν παλαβός, τρελά ερωτευμένος, πάρα πολύ, τρελά, έντονα, είμαι κατενθουσιασμένος, σίγουρα όχι, με τίποτα, με την καμία, οπαδός, λάτρης, μανιακός, γκαζοφονιάς, γουστάρω, τρελός για κπ, παλαβός για κπ, εκνευρίζομαι, θυμώνω, φέρνω σε παροξυσμό, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών, τα παίζω, τρελαίνομαι, τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω, εκστασιάζομαι, τρελαίνομαι με κτ, γουστάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loco

κορόιδο

(προσβλητικό, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Se compró el coche por el precio total? ¡Es un loco!
Αγόρασε το αυτοκίνητο χωρίς έκπτωση; Είναι μεγάλο κορόιδο.

θυμωμένος

(figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Se volvió loco cuando oyó que ella había roto la silla.

τρελός

(καθομ, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kara se volvió loca después de su experiencia y fue recluida alrededor de un año.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δικαστήριο έκρινε πως ο δράστης ήταν παράφρων και τον έκλεισαν σε ίδρυμα.

διαταραγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Un hombre loco salió de entre los escombros.

τρελός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νευρικός

adjetivo (λόγω εγκλεισμού)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

του 'χει στρίψει, του έχει λασκάρει βίδα

adjetivo (μεταφορικά)

μουρλός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George está loco en creer que las personas aceptarían su plan alocado.
Ο Τζορτζ είναι μουρλός, εάν νομίζει ότι ο κόσμος θα συμφωνήσει με το παράτολμο σχέδιό του.

τρελός

(figurado, de furia) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por favor, no te subas a la motocicleta de Justin; es un loco.

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan creía que su hermano estaba loco porque le gustaban deportes increíblemente peligrosos.
Ο Νταν θεωρούσε πως ο αδελφός του ήταν τρελός γιατί του άρεσαν τα απίστευτα επικίνδυνα σπορ.

παλαβός, αλλόκοτος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert está loco, nunca sabes qué va a hacer.

ανισόρροπος, τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El comediante dio un espectáculo loco.

παλαβός, ανισόρροπος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαρούμενος, ξέφρενος

(coloquial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sophie estaba loca de alegría en su boda.

τρελός, παλαβός, μουρλός, θεότρελος, θεόμουρλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φευγάτος

(AR, marihuana) (μτφ, αργκό: ναρκωτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός και παλαβός

adjetivo (coloquial) (καθομιλουμένη: με κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El conductor de la banda está loco por los musicales.
Ο διευθυντής της ορχήστρας είναι τρελός και παλαβός με τα μιούζικαλ.

τρελάρας, παλάβρας

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Helen está loca; no sigas su plan.

ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβής

(αρχαϊκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dieron medicina al loco para curarlo.

τρελός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estaba loco y hubo que internarlo en un hospital siquiátrico.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν φρενοβλαβής και έπρεπε να μπει στο ψυχιατρείο.

ανισόρροπος, τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi loco tío le hace las caras más raras a los niños.

τρελός

adjetivo (μτφ, καθομ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Estás loco! ¡No entres allí!
Δεν πας καλά! Μην μπεις εκεί μέσα!

ενθουσιασμένος, παθιασμένος, τρελαμένος

(por algo) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Estoy loco por la música country, ¡no me canso de escucharla!

γειάσου, κουκουρούκου

(αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Evita a la mujer con el balde en la cabeza, está loca.
Να αποφύγεις την κυρία με τον κουβά στο κεφάλι - είναι γειάσου (or: κουκουρούκου).

έξω φρενών

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Esperar en las filas me vuelve loco.
Η αναμονή στην ουρά μου σπάει τα νεύρα (or: μου τη δίνει).

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La tía María está loca, se pasa todo el día limpiando su colección de muñecas.
Η θεία Μαρί είναι τρελή και περνάει όλη τη μέρα καθαρίζοντας τη συλλογή με τις κούκλες της.

τρελός, μανιώδης

(μτφ, καθομ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pegó una loca carrera hacia la salida cuando empezó el incendio.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από μανιώδεις προσπάθειες κατάφερε να βγει από τη βάρκα που είχε αρχίσει να βυθίζεται.

τρελός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Estás loco si te crees que va a funcionar!
Πρέπει να είστε τρελοί που νομίζετε πως αυτό θα πιάσει!

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαστουρωμένος, φτιαγμένος

adjetivo (AR, coloquial) (αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

λιώμα

(AR, coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

θεότρελος, παλαβός

(coloquial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Quieres salir y bailar en la nieve? Estás loco.

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλαβός, μουρλός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La Sra. Garfield esa loca. ¡Tiene veinticinco gatos!

τρελός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρελός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρελάρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρελός, τρελή

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μαστουρωμένος

(καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Steve estaba drogado después de pasarse el día fumando marihuana.

ψυχασθενής

(literal)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ψυχεδελικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός, παλαβός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack está un poco chiflado; siempre está maquinando ideas extrañas.

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ideó un lunático plan para construir un hotel en el desierto.

φρενοβλαβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός, παλαβός

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Estás demente si crees que voy a vivir en ese horrible apartamento!

λάτρης

(voz inglesa)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Brian es fan del café, no habla de otra cosa.
Ο Μπράιαν είναι λάτρης του καφέ, δεν μιλάει για τίποτα άλλο.

γελοίος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hoy había un hombre loco en el metro.
Ήταν ένας τρελός άντρας σήμερα στο μετρό.

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me pasó algo de locos de camino al trabajo esta mañana.

κούκου

(καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τρελός, τρελή

(μεταφορικά: για κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Soy un loco del baloncesto.
Είμαι τρελός για το μπάσκετ.

ερωτοχτυπημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός, παλαβός

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξαλλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su estupidez me puso enojadísimo. Estaba enojadísima cuando me robaron el anillo.
Η βλακεία του με έκανε να τα πάρω άσχημα.

εκτός ελέγχου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El coche parecía desplazarse descontrolado, tomó mal la curva y se salió de la carretera.

παράλογα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τρελαίνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Metieron el gol de la victoria en el último momento posible y los fanáticos enloquecieron.

αφηνιάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El jefe se desembocó por la oficina como un oso con dolor de cabeza.

στέλνω

(αργκό, παλαιό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa película me encanta.
Αυτή η ταινία με έστειλε.

ερωτοχτυπημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλάβρας

locución adjetiva (coloquial) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Debes estar loco como una cabra, ¡caminar en la selva sin guía!

νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος

adverbio (AR)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cuando supo que lo habían echado, se puso como loco.

θεότρελος, θεοπάλαβος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No creas nada de lo que dice; está más loco que una cabra.

τρελός, παλαβός, παράφρονας

locución adjetiva

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hablando solo y moviendo las manos el pobre hombre parecía loco de atar.

ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος

(coloquial, figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stuart le dio a su equipo una charla motivacional y salieron todos prendidos fuego.

τρελός, παλαβός

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si piensas que te lo voy a vender a ese precio, ¡estás mal de la cabeza!

τρελαίνομαι για κπ/κτ

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy loca por ese cantante: tengo todos sus discos y soy la presidenta de su club de fans.

μες στα νεύρα, μες στην τσίτα

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ben se está haciendo mucho problema por su reunión con el jefe mañana.

σαν τρελός, σαν παλαβός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Susana tuvo que frotar como loca para quitar las manchas de pasto de sus pantalones.

τρελά ερωτευμένος

Luego de su primera cita con Matt, Cara estaba locamente enamorada de él.

πάρα πολύ, τρελά, έντονα

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estuve trabajando como loco todo el día. ¡Necesito una cerveza!

είμαι κατενθουσιασμένος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σίγουρα όχι

(AR)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"¿Me prestas tu auto?". "¡Ni en pedo!"

με τίποτα

(CO: coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θέλεις να έρθω μαζί σου στην ντίσκο; Με την καμία! Μισώ τον χορό!

με την καμία

(ES, vulgar) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οπαδός, λάτρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μανιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él gritaba y saltaba como un loco de atar.

γκαζοφονιάς

(αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Mira a ese loco al volante! Terminará por lastimar a alguien.

γουστάρω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris está loco por Vanessa.

τρελός για κπ, παλαβός για κπ

(informal, figurado) (μεταφορικά, καθομ)

No sé qué le ve, pero está loca por él.

εκνευρίζομαι, θυμώνω

locución adjetiva

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro perro Fido se pone como loco cuando ve pasar un gato.

φέρνω σε παροξυσμό

La banda saliendo al escenario volvió loca a la multitud.

σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού

(figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El constante llanto del bebé volvió loco a James.

γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi padre se puso como loco cuando le dije que había chocado el auto.

τα παίζω

locución verbal (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρελαίνομαι

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Me voy a volver loco si sigue esa música tan alta!

τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω

(μτφ: κάνω κπ έξαλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Me estás volviendo loca!

εκστασιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud se entusiasmó cuando se presentó el nuevo coche.

τρελαίνομαι με κτ

locución verbal (μεταφορικά)

Mi hija de seis años se ha vuelto loco por el fútbol de repente.

γουστάρω

(gustar mucho) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los chicos del instituto decían que estaban locos por su profesora de arte.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loco στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του loco

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.