Τι σημαίνει το vue στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vue στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vue στο Γαλλικά.
Η λέξη vue στο Γαλλικά σημαίνει βλέπω, βλέπω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, βλέπω, βλέπω, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, θεωρώ, βλέπομαι, βρίσκομαι, βλέπω, βλέπω, βλέπω, προσέχω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, φαντάζομαι, βλέπω, παραπομπή, φροντίζω, προβλέπω, έχω παραισθήσεις, βλέπω, σκέφτομαι, -, εξέταση, αναγνωρίζω, βλέπω, βλέπω, κοιτώ, κοιτάζω, αναλύω, βλέπω, τα λέω με κπ, επισκέπτομαι, δεδομένου, που τον είδαν, θέα, όραση, θέα, όραση, αίσθηση της όρασης, μάτι, θέα, θέα, οπτικό πεδίο, παράθυρο, επίσκεψη, καρέ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, θέα, βλέπω κπ ως κτ, μαθαίνω, βλέπω, πιάνω κπ, γεννιέμαι, ταξιδεύω, άγνοια, δημιουργούμαι, εγκρίνω, περνάω, περνώ, -, ο έχων την όρασή του, σχετικός, συναφής, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, που δεν συγκρίνεται με κτ, που πρέπει να το δεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vue
βλέπωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne vois rien. Allume, s'il te plaît ! Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως; |
βλέπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avez-vous jamais vu un livre aussi épais ? Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο; |
βλέπω, διακρίνωverbe transitif (apercevoir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu voir cette colline dans le lointain ? Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος; |
βλέπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avez-vous vu son dernier film ? Έχεις δει την τελευταία της ταινία; |
βλέπωverbe transitif (rendre visite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais aller voir Tante June ce week-end. Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο. |
βλέπωverbe transitif (consulter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois voir un médecin. Πρέπει να δω έναν γιατρό. |
βλέπωverbe transitif (percevoir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois la situation différemment. Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση. |
καταλαβαίνωverbe transitif (comprendre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois. Et c'est pour cela que tu n'étais pas chez toi. Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι. |
βλέπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ceux qui l'ont vu ont dit que c'était horrible. |
βλέπωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Voyons, que faisons-nous maintenant ? Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά; |
βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτόverbe transitif (approuver) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Oui, je vois tout à fait. C'est un plan génial. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου. |
θεωρώverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je la vois comme un premier ministre potentiel. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα. |
βλέπομαι, βρίσκομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) Nous nous voyons depuis trois semaines. Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες. |
βλέπω(fréquenter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il me semble que tu vois beaucoup ces garçons en ce moment. Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι; |
βλέπωverbe transitif (jeu d'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois tes 100 et je suis de 100. |
βλέπω, προσέχωverbe transitif (remarquer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois que les mineurs sont encore en grève, selon le journal. |
βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois (or: Je comprends) ce que tu dis, mais je ne suis toujours pas d'accord. Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ. |
φαντάζομαιverbe transitif (visualiser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois (or: J'imagine) sa tête ! |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le docteur va vous recevoir tout de suite. |
παραπομπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φροντίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβλέπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω παραισθήσειςverbe transitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
βλέπω, σκέφτομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει). |
-verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) On se voit ce soir ! Τα λέμε το βράδυ! |
εξέτασηverbe transitif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle cueillit la fleur pour la voir de plus près. |
αναγνωρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu vois qui c'est ? |
βλέπω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois cette idée d'un mauvais œil. |
βλέπωverbe transitif (TV, radio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as vu les infos hier soir ? |
κοιτώ, κοιτάζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Laissez-moi voir (or: vérifier) s'il y a une fuite. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir attendu une heure, les touristes furent enchantés de voir (or: d'apercevoir) des dauphins. Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια. |
τα λέω με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'était sympa de retrouver tout le monde à la réunion de famille. Ήταν πολύ ευχάριστο που έμαθα τα νέα όλων στην οικογενειακή συνάντηση. |
επισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons visité un tas de monuments durant ce voyage. Στο ταξίδι μας επισκεφτήκαμε πολλά μνημεία. |
δεδομένουpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Vu les prévisions météorologiques, je crains qu'il ne faille reporter le pique-nique. Δεδομένου του δελτίου καιρού ίσως θα ήταν καλύτερα να αναβάλουμε το πικ νικ. |
που τον είδαν(για θεαματικότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θέαnom féminin (panorama) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a une vue magnifique à l'extérieur. Έχει καταπληκτική θέα από το παράθυρο. |
όρασηnom féminin (sens) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ma vue n'est pas très bonne sans lunettes. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κινδύνεψε να χάσει το φως του. |
θέα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'hôtel offrait une superbe vue (or: un superbe panorama) sur les montagnes. |
όρασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans ses vieux jours, la vue de Gretchen a commencé à baisser. |
αίσθηση της όρασηςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μάτιnom féminin (sens) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est doté d'une vue exceptionnelle et peut lire les plus petits caractères. Έχει πολύ καλό μάτι και μπορεί να διαβάζει και τον μικρότερο τυπογραφικό χαρακτήρα. |
θέαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La vue est fantastique depuis la grande roue. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το θέαμα που αντίκρισαν οι αστυνομικοί ήταν αποκρουστικό. |
θέαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils se sont arrêté à un endroit élevé pour avoir une vue de la ville. Σταμάτησαν σε σημείο με υψόμετρο, για να δουν τη θέα της πόλης. |
οπτικό πεδίοnom féminin (champ de vision) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La ville disparut de ma vue. |
παράθυροnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle dit qu'elle a vue sur le futur et peut prédire l'avenir. |
επίσκεψηnom féminin (d'une vidéo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette vidéo a atteint les 10 000 vues sur Youtube. |
καρέ(Cinéma, technique) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les premiers photogrammes du film sont endommagés. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin |
θέαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La vue du balcon est à couper le souffle. |
βλέπω κπ ως κτlocution verbale Les élèves voient leur professeur comme un modèle. Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο. |
μαθαίνω, βλέπω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais voir si mon père est au courant. |
πιάνω κπ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γεννιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
άγνοια(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son aveuglement face aux difficultés l'a en fait aidé à réussir. Δεν ήξερε την τύφλα του για τις δυσκολίες και αυτό τον βοήθησε, στην ουσία, να πετύχει. |
δημιουργούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'univers est apparu avec le big bang. |
εγκρίνω(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses parents n'appréciaient pas son nouveau copain. Οι γονείς της δεν ενέκριναν τον νέο της φίλο. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pourrais-tu passer à la pharmacie pour moi en rentrant à la maison ? Μπορείς να περάσεις από το φαρμακείο να μου πάρεις κάτι όπως θα έρχεσαι σπίτι; |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) John s'est dépêché, pensant qu'il était en retard. Περπατάει κιόλας το μωρό; // Ο Τζον βιάστηκε νομίζοντας ότι έχει αργήσει. // Άκουσα την Έρικα να φτερνίζεται στο διπλανό δωμάτιο. |
ο έχων την όρασή τουlocution adjectivale (personne) (λόγιος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Les étudiants aveugles travaillent au côté des étudiants qui peuvent voir dans certaines classes. Οι τυφλοί μαθητές μελετούν μαζί με όσους βλέπουν σε μερικά μαθήματα. |
σχετικός, συναφής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après sa chute, les bosses sur sa tête étaient bien visibles. Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι. |
που δεν συγκρίνεται με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η τέχνη δε συγκρίνεται με τη λογοτεχνία. |
που πρέπει να το δεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vue στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του vue
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.