Τι σημαίνει το idée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης idée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του idée στο Γαλλικά.

Η λέξη idée στο Γαλλικά σημαίνει ιδέα, ιδέα, ιδέα, ιδέα, υπόνοια, υποψία, σκέψη, ιδέα, έννοια, εικόνα στο μυαλό/στη φαντασία, ιδέα, όρεξη, διάθεση, κεντρική ιδέα, γνώση, πρόταση, ιδέα, αντίληψη, άποψη, εντύπωση, αίσθηση, -, ενθουσιασμένος, εμμονή, σύνεση, χωρίς να έχω ιδέα, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα, για σένα, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, δεν έχω ιδέα, δώσε μου ένα στοιχείο, πλάνη, παρανόηση, παρεξήγηση, υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα, προκαθορισμένη αντίληψη, πνευματικό δημιούργημα, πνευματικό παιδί, πνευματικό τέκνο, κτ που σκέφτηκα εκ των υστέρων, κτ που σκέφτηκα μετά, ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα, βασική ιδέα, γενική ιδέα, πολύ καλή ιδέα, κοινή πεποίθηση, αποκύημα της φαντασίας, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, πρωτότυπη ιδέα, αμυδρή ιδέα, λανθασμένη εντύπωση, λάθος εντύπωση, βασική ιδέα, βασικό θέμα, κολλημένο μυαλό, κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη, ενθουσιάζομαι για κτ, δεν έχω ιδέα, περνώ από το μυαλό, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα, παίρνω μια ιδέα από κτ, έχω θεωρία, επινοώ, εφευρίσκω, παρεξηγώ, σκέφτομαι να κάνω, στενόμυαλος, ίχνος, κρυφή ατζέντα, εμμονή, υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα, αφηρημένο σχέδιο, προκατάληψη, έκφραση, φαεινή ιδέα, φαεινή ιδέα, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, καταλαβαίνω,πιάνω το νόημα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ, ωραία ιδέα, επιφοίτηση, γεννιέμαι, σταματάω, σταματώ, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, κυριεύω, διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ, δεν πρόκειται να κάνω κτ, νόημα, μήνυμα, αλλάζω γνώμη, βολιδοσκοπώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης idée

ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Notre conversation m'a donné une idée.
Η συζήτησή μας μου έδωσε μια ιδέα.

ιδέα

nom féminin (intention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'idée que j'avais eu d'aller nager après manger était vouée à l'échec.
Η ιδέα μου να κολυμπήσω αμέσως μετά το βραδινό γεύμα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est une idée novatrice, mais nous devons encore y penser.

ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il avait des idées étranges sur le gouvernement.
Είχε κάποιες περίεργες ιδέες σχετικά με την κυβέρνηση.

υπόνοια, υποψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je me doutais que tu allais venir habiter ici, mais je n'en étais pas sûre.

σκέψη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je viens d'avoir une idée. Et si nous travaillions ensemble ?
Μόλις έκανα μια σκέψη: γιατί να μη δουλέψουμε μαζί;

ιδέα, έννοια

(compréhension, conception) (η παράσταση που σχηματίζεται στο νου μας από κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vous n'avez aucune idée de ce qu'ils ont enduré.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν καταλαβαίνει την έννοια της ισότητας.

εικόνα στο μυαλό/στη φαντασία

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne l'ai jamais rencontré, mais je me fais une idée de lui comme étant grand et séduisant.

ιδέα

nom féminin (indication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'ai pas la moindre idée de ce qu'il veut dire.
Δεν έχω ιδέα τι εννοεί.

όρεξη, διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'idée lui a pris de se teindre les cheveux en rouge.
Έκανε κέφι να βάψει τα μαλλιά της κόκκινα.

κεντρική ιδέα

L'idée principale de l'argument de ce philosophe semble être que nous ne pouvons pas échapper à notre liberté.

γνώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peux-tu nous donner un aperçu de la direction de cette société ?

πρόταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le patron a apprécié les suggestions de Tom pendant la réunion.

ιδέα, αντίληψη, άποψη

(publicité, marketing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai trouvé un nouveau concept pour vendre ce produit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω μια ενδιαφέρουσα νέα αντίληψη (or: άποψη) για την εκπαίδευση.

εντύπωση, αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai quelques notions en solfège.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω μια υποψία πως θα μας τηλεφωνήσει σήμερα το βράδυ.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Heureusement que tu as pris ton parapluie.
Καλά έκανες που έφερες την ομπρέλα σου.

ενθουσιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Το ενθουσιασμένο κουταβάκι έτρεχε στην αυλή σε κύκλους. Η Νελ ξεκινάει το σχολείο αύριο και είναι ενθουσιασμένη.

εμμονή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les batailles de la guerre de Sécession sont une de mes obsessions.

σύνεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'y a aucune raison de faire le même travail deux fois.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχε τη σύνεση να επιστρέψει σπίτι πριν αρχίσει να βρέχει.

χωρίς να έχω ιδέα, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je suis allé à la réunion sans la moindre idée de ce qu'ils me voulaient.

για σένα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beryl pourrait être ma nouvelle chef : loin de moi cette idée !

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

δεν έχω ιδέα

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu sais où est ma montre? - Aucune idée !

δώσε μου ένα στοιχείο

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλάνη

nom féminin (λανθασμένη ιδέα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est une idée fausse répandue que la guerre est bonne pour l'économie.

παρανόηση, παρεξήγηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On pense parfois que la prise d'antibiotiques peut guérir un rhume, mais c'est une idée fausse.
Αποτελεί παρανόηση το ότι τα αντιβιοτικά βοηθούν στο να απαλλαγούμε από ένα κρύωμα.

υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προκαθορισμένη αντίληψη

πνευματικό δημιούργημα, πνευματικό παιδί, πνευματικό τέκνο

(εφεύρεση, νέα ιδέα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Το κομπιούτερ της Apple ήταν το πνευματικό δημιούργημα του Steve Jobs.

κτ που σκέφτηκα εκ των υστέρων, κτ που σκέφτηκα μετά

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je viens d'avoir une idée de génie (or: une idée géniale) : et si on faisait une fête surprise pour Lisa ?

βασική ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons un peu changé la formulation, mais l'idée de base est toujours la même.

γενική ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'ai pas compris la dissertation dans les détails mais j'ai bien compris l'idée générale.

πολύ καλή ιδέα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Κάνει ζέστη. Καλά κάναμε που πήραμε νερό μαζί μας.

κοινή πεποίθηση

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκύημα της φαντασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est une bonne idée de brosser ses longs cheveux avec d'aller se coucher. Ce n'était pas une bonne idée de manger cette troisième part de gâteau.
Είναι καλή ιδέα να χτενίζεις τα μακριά σου μαλλιά πριν πας για ύπνο. Δεν ήταν καλή ιδέα να φάω εκείνο το τρίτο κομμάτι από το κέικ.

πρωτότυπη ιδέα

nom féminin (ironique)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Regarder la télé ? En voilà une idée originale.

αμυδρή ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai une vague idée de ce que je veux dire mais je ne sais pas le formuler.

λανθασμένη εντύπωση, λάθος εντύπωση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασική ιδέα

nom féminin

Dans l'ensemble, la conférence était un peu confuse, mais j'ai compris l'idée principale. L'idée principale d'un paragraphe peut souvent être résumée en une seule phrase.
Η διάλεξη ήταν λίγο μπερδεμένη στο σύνολό της, αλλά κατάλαβα τη βασική ιδέα. Η βασική ιδέα μίας παραγράφου συχνά μπορεί να συνοψιστεί σε μια πρόταση.

βασικό θέμα

nom féminin

L'idée sous-jacente de cette prise de participation est de bénéficier d'un transfert de technologie.

κολλημένο μυαλό

locution verbale

κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος

σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne pense pas que j'aie assez d'informations pour me faire une opinion.

ενθουσιάζομαι για κτ

Les enfants ont hâte d'aller au zoo demain (or: sont tout excités à l'idée d'aller au zoo demain).

δεν έχω ιδέα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je n'ai aucune idée de comment je vais rentrer chez moi maintenant que ma voiture est en panne.

περνώ από το μυαλό

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne me dis pas qu'une mauvaise pensée ne t'est jamais venue à l'esprit.

παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elles ne se sont pas encore vraiment faites à l'idée qu'elles ont été escroquées.

υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω μια ιδέα από κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω θεωρία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai dans l'idée que les chats sont plus intelligents que les chiens.

επινοώ, εφευρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρεξηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι να κάνω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στενόμυαλος

(προκαταλήψεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet homme n'est obsédé que par une chose, le travail.
Αυτός ο άντρας είναι κολλημένος, το μόνο που σκέφτεται είναι η δουλειά του.

ίχνος

(positif) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le professeur essaya d'expliquer le concept jusqu'à ce que ses élèves semblent avoir une petite idée de quoi il parlait.

κρυφή ατζέντα

(μεταφορικά)

Au son de la voix de Martha, ses arrière-pensées étaient évidentes.
Από τον τόνο της φωνής της, ήταν προφανές ότι η Μάρθα έχει κρυφή ατζέντα.

εμμονή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les chaussures de créateur constituent une idée fixe chez elle.

υπόνοια, υποψία, αμυδρή ιδέα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils nous ont à peine donné une vague idée de ce qu'il allait se passer.

αφηρημένο σχέδιο

(σχέδιο)

προκατάληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έκφραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a eu une expression (or: manifestation) d'opinions retentissante dans le débat sur les combats d'animaux.

φαεινή ιδέα

J'ai eu l'idée de génie d'utiliser des abricots à la place des dates, et le gâteau était délicieux.

φαεινή ιδέα

nom féminin (ironique) (ειρωνικά)

Qui a eu la brillante idée d'amener ta mère ?

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les tartines étaient une idée géniale (or: idée de génie).

καταλαβαίνω,πιάνω το νόημα

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je crois que tu as finalement saisi l'idée.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Les enfants sont surexcités à l'idée d'être en vacances la semaine prochaine.

ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tony est très enthousiaste à l'idée de commencer l'université.
Ο Τόνυ είναι πολύ ενθουσιασμένος που θα ξεκινήσει το πανεπιστήμιο.

ωραία ιδέα

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
– On se fait une toile ? – Bonne idée ! Ça m'a l'air bien.

επιφοίτηση

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thomas a eu une idée géniale et a décidé de lancer sa propre boîte.

γεννιέμαι

nom féminin (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avant que l'idée n'existe à l'état embryonnaire dans son esprit, tout le monde pensait que James deviendrait président.
Πριν ακόμα η ιδέα γεννηθεί στο μυαλό του, όλοι πίστευαν πως ο Τζέιμς θα γινόταν πρόεδρος.

σταματάω, σταματώ

locution verbale (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai abandonné l'idée de trouver un bon exemple.
Σταμάτησα να προσπαθώ να βρω ένα καλό παράδειγμα.

σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je fais ce petit boulot mais je compte reprendre mes études.

κυριεύω

(émotion) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une grande fureur s'empara de Martha.
Μια έντονη οργή κυρίευσε τη Μάρθα.

διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο εργάτης διαφώνησε με το να δουλεύει μέχρι αργά γιατί δε θα πληρωνόταν υπερωρίες.

δεν πρόκειται να κάνω κτ

νόημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Τζον δεν πρόσεχε στην τάξη, αλλά ήταν αρκετά σίγουρος ότι κατάλαβε την κεντρική ιδέα του μαθήματος.

μήνυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le point à retenir de ce désastre, c'est que nous devrions toujours être préparés.

αλλάζω γνώμη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βολιδοσκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a voyagé dans les provinces pour prendre la température de l'état d'esprit de la population.
Ο Πρόεδρος ταξίδεψε στην επαρχία για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του λαού.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του idée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του idée

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.