Τι σημαίνει το wasting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wasting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wasting στο Αγγλικά.

Η λέξη wasting στο Αγγλικά σημαίνει που εξασθενεί κάποιον, σπαταλάω, σπαταλώ, σπαταλάω, σπαταλώ, απόβλητα, άχρηστο υλικό, περίσσευμα, υπόλειμμα, απόβλητα, έρημος, ερημικός, απορρίμματα, λυμάτων, άχρηστος, σπατάλη, ακαθαρσίες, λύματα, απόβλητα, εγκατάλειψη, ερημιά, χαραμίζομαι, καταστρέφω, καθαρίζω, χάσιμο χρόνου, καθυστέρηση, αδυνατίζω υπερβολικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wasting

που εξασθενεί κάποιον

adjective (disease: that weakens) (ασθένεια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuberculosis is a wasting disease that has a high mortality rate.

σπαταλάω, σπαταλώ

transitive verb (use inefficiently)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Europeans often do not like to waste paper.
Στους Ευρωπαίους συχνά δεν αρέσει να σπαταλούν χαρτί.

σπαταλάω, σπαταλώ

transitive verb (opportunity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He wasted his chances at college and did not study.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην ξοδεύεις αλόγιστα τα λεφτά σου.

απόβλητα

noun (refuse, rubbish, garbage) (από βιομηχανία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The orange juice factory created a lot of waste.
Το εργοστάσιο πορτοκαλάδας παράγει πολλά απόβλητα.

άχρηστο υλικό

noun (unused material)

The parts factory had some metal waste.
Το εργοστάσιο ανταλλακτικών είχε κάποια μεταλλικά άχρηστα υλικά.

περίσσευμα, υπόλειμμα

adjective (unused)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They didn't realize that there was value in the waste metal.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τα μεταλλικά περισσεύματα είχαν αξία.

απόβλητα

adjective (products, matter: excreted)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
How much waste matter does the average human body excrete in 24 hours?

έρημος, ερημικός

adjective (undeveloped, uninhabited)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was nothing in the vast waste area of the valley.

απορρίμματα

adjective (related to refuse)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The waste processing industry is huge.
Ο βιομηχανία της επεξεργασίας απορριμμάτων είναι τεράστια.

λυμάτων

adjective (related to sewage) (σε γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There is a waste treatment plant near here.
Υπάρχει μια εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων.

άχρηστος

adjective (rejected as useless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Trying to come up with the ideal version of something often involves making a lot of waste products along the way.
Το να προσπαθείς να βρεις την ιδανική εκδοχή για κάτι συχνά περιλαμβάνει τη δημιουργία πολλών άχρηστων προϊόντων στην πορεία.

σπατάλη

noun (fact of wasting, inefficiency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The consultant was brought in to reduce waste in the process.
Ο σύμβουλος κλήθηκε για να μειωθεί η σπατάλη κατά τη διαδικασία.

ακαθαρσίες

noun (bodily waste)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Can't you flush your waste down the toilet properly?!

λύματα

noun (sewage)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sewage pipes carry the waste of many households to the sewage plant.

απόβλητα

noun (chemical by-product)

Many chemical plants produce huge amounts of waste.

εγκατάλειψη

noun (act of laying to waste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The waste of the city followed a long siege.

ερημιά

plural noun (desert)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He found himself alone in the wastes of the Sahara.
Βρέθηκε ολομόναχος στην ερημιά της Σαχάρα.

χαραμίζομαι

transitive verb (usu passive (fail to be appreciated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She is wasted on him - he does not appreciate her fine qualities.
Χαραμίζεται μαζί του· εκείνος δεν εκτιμά τα καλά στοιχεία της.

καταστρέφω

transitive verb (lay to waste, destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers wasted the enemy village.
Οι στρατιώτες κατέστρεψαν το χωριό των εχθρών.

καθαρίζω

transitive verb (US, slang, figurative (kill) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gangster bragged that he had wasted the rival gang member.
Ο γκάνγκστερ περηφανευόταν ότι καθάρισε το μέλος της αντίπαλης συμμορίας.

χάσιμο χρόνου

noun (wasting [sb]'s time)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθυστέρηση

noun (sports: delaying action) (προσπάθεια να κερδίσω χρόνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδυνατίζω υπερβολικά

adjective (person: thin, weak) (μικρό βάρος)

Beth is truly wasting away. I suspect that she's anorexic.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wasting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wasting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.