Τι σημαίνει το watch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης watch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του watch στο Αγγλικά.

Η λέξη watch στο Αγγλικά σημαίνει παρακολουθώ, προσέχω, παρακολουθώ, ρολόι, σκοπιά, βάρδια, σκοπιά, παρακολούθηση, σκοπός, φυλάω σκοπιά, προσέχω, ατενίζω, παρακολουθώ, έχω το νου μου, έχω το νου μου, έχω το νου μου για κπ/κτ, προσέχω, προσέχω, το να βλέπω επί ώρες μια σειρά, βλέπω μια σειρά για ώρες, παρατηρώ πουλιά, ψηφιακό ρολόι, βλέπω κτ για να σπάσω πλάκα, στενή παρακολούθηση, έχω υπό στενή παρακολούθηση, παρακολουθώ, προσέχω, ομάδα παρακολούθησης γειτονιάς, ομάδα περιφρούρησης γειτονιάς, νυχτερινή φύλαξη/σκοπιά, που έχει τα μάτια του ανοιχτά για κπ/κτ, παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο, ρολόι τσέπης, αυτόματο ρολόι, smartwatch, παρακολούθηση ακραίων καιρικών φαινομένων, λουράκι, μπρασελέ, αλυσίδα, παρατηρώ, το νου σου!, πρόσεχε!, Πρόσεχε!, τσέπη, λουράκι, βλέπω τηλεόραση, βλέπω τηλεόραση, προσέχω, προσέχω, προσέχω τη γραμμή μου, προσέχω τη φόρμα μου, προσέχω το βάρος μου, λουράκι ρολογιού χειρός, λίστα παρακολούθησης υπόπτων, λίστα παρακολούθησης, παρατήρηση φαλαινών, παρατηρώ φάλαινες, λουράκι, ρολόι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης watch

παρακολουθώ

transitive verb (observe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He watched the fight in the park.
Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο.

προσέχω

transitive verb (keep under observation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The nurses are watching the children.
Οι νοσοκόμες επιτηρούν (or: επιβλέπουν) τα παιδιά.

παρακολουθώ

intransitive verb (observe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frank prefers to watch, not participate.
Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει.

ρολόι

noun (wristwatch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My watch says that it is three o'clock.
Σύμφωνα με το ρολόι μου, είναι τρεις η ώρα.

σκοπιά

noun (time keeping guard)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The private just spent four hours on watch.
Ο οπλίτης φύλαγε σκοπιά τις τελευταίες τέσσερις ώρες.

βάρδια

noun (time on duty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My watch is about to start.
Η βάρδιά μου θα ξεκινήσει όπου να 'ναι.

σκοπιά

noun (vigil) (φυλάω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The families are keeping watch until the sailors return.

παρακολούθηση

noun (close observation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctors want to keep the patient under watch.

σκοπός

noun (watchman)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Shh! The watch is coming!

φυλάω σκοπιά

intransitive verb (keep guard)

You must not sleep tonight. You must watch in case of burglars.

προσέχω

transitive verb (keep under guard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guards have to watch the inmates.

ατενίζω

transitive verb (contemplate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet is sitting in the park, watching the clouds.

παρακολουθώ

transitive verb (oversee)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The supervisor is watching our progress.

έχω το νου μου

phrasal verb, transitive, inseparable (be vigilant for, careful of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Watch for falling rocks along that road. She appears to be uninjured after her fall but we should watch for any signs of a concussion.
Έχε το νου σου για κυλιόμενα βράχια κατά μήκος αυτού του δρόμου. Δε φαίνεται να έχει χτυπήσει μετά την πτώση της αλλά θα έπρεπε να έχουμε το νου μας για σημάδια διάσεισης.

έχω το νου μου

phrasal verb, intransitive (be vigilant or careful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you drive in winter you have to watch out for icy patches.
Όταν οδηγείς τον χειμώνα πρέπει να προσέχεις τις παγωμένες επιφάνειες.

έχω το νου μου για κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (remain vigilant for, beware of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Watch out for pickpockets when you're in a crowd. In this neighborhood you need to watch out for children playing in the street.

προσέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (keep under surveillance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Watch over him while I call the police.
Προσέχέ τον όσο θα καλώ τη αστυνομία.

προσέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (take care of, look out for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Watch over the baby while I prepare his bath.
Πρόσεχε το μωρό όσο θα ετοιμάζω το μπάνιο του.

το να βλέπω επί ώρες μια σειρά

noun (watching one TV show for hours)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπω μια σειρά για ώρες

transitive verb (watch one TV show for hours)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατηρώ πουλιά

intransitive verb (observe birds) (ως χόμπυ)

ψηφιακό ρολόι

noun (watch displaying time digitally) (χειρός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A digital watch displays the time by numbers rather than by the position of the hands.

βλέπω κτ για να σπάσω πλάκα

transitive verb (informal (watch [sth] to mock)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στενή παρακολούθηση

verbal expression (monitor [sth], [sb] attentively)

Parents of teenagers have to keep a close watch on everything they do.

έχω υπό στενή παρακολούθηση

verbal expression (monitor [sth], [sb] constantly) (κάποιον/κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρακολουθώ

(observe, maintain a vigil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The birdwatchers kept watch so that nobody would steal the eagle's eggs from the nest.

προσέχω

verbal expression (observe, monitor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lifeguards are keeping watch over the beach. There is a member of medical staff keeping watch over the patient at all times.

ομάδα παρακολούθησης γειτονιάς, ομάδα περιφρούρησης γειτονιάς

noun (surveillance program)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νυχτερινή φύλαξη/σκοπιά

noun (surveillance or guard kept at night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was working as a night watch at the bank when the earthquake struck.

που έχει τα μάτια του ανοιχτά για κπ/κτ

expression (looking for) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The park ranger was always on the watch for poachers and forest fires.

παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο

intransitive verb (observe what the public are doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρολόι τσέπης

noun (small clock kept in a pocket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandfather had a pocket watch that he kept in his waistcoat.

αυτόματο ρολόι

noun (automatic timepiece)

smartwatch

noun (with computer functions)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παρακολούθηση ακραίων καιρικών φαινομένων

noun (severe weather monitoring)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λουράκι

noun (strap of a wristwatch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I replaced my old watch band with a genuine leather one.

μπρασελέ

noun (metal strap of a wristwatch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This watch bracelet is too loose.

αλυσίδα

noun (metal chain of a pocket watch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρατηρώ

intransitive verb (observe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το νου σου!

interjection (informal (expressing a threat)

Watch it! If you come round here one more time, I'll call the police!

πρόσεχε!

interjection (informal (be careful!)

Watch it! - the pavement's really icy today and you might slip.

Πρόσεχε!

interjection (be careful, beware)

Watch out! - there's an icy patch up ahead.
Πρόσεχε! Υπάρχει μια παγωμένη επιφάνεια μπροστά.

τσέπη

noun (dated (small pocket in clothing for a watch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λουράκι

noun (band of a wristwatch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cheap watch straps often fall to pieces very quickly.

βλέπω τηλεόραση

(watch TV programmes)

βλέπω τηλεόραση

(informal, abbreviation (watch television)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One of my favorite hobbies is watching TV with my family.
Ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι να βλέπω τηλεόραση με την οικογένειά μου.

προσέχω

verbal expression (be careful where you tread)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You'll need to watch your step when coming back down the mountain.

προσέχω

verbal expression (figurative (be cautious about what you do) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's very irritable today so watch your step when you talk to him!

προσέχω τη γραμμή μου, προσέχω τη φόρμα μου

verbal expression (be on a diet, control weight)

προσέχω το βάρος μου

verbal expression (figurative, informal (try not to get fatter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She loves rich food, so she has to be careful and watch her weight.

λουράκι ρολογιού χειρός

noun (strap of a wristwatch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λίστα παρακολούθησης υπόπτων

noun (people: possibly dangerous)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λίστα παρακολούθησης

noun (things to be monitored)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The trader keeps a watchlist of possible growth stocks.

παρατήρηση φαλαινών

noun (trip to observe sea mammals)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παρατηρώ φάλαινες

intransitive verb (observe sea mammals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λουράκι

noun (strap of a wristwatch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I need to replace the wristband on my watch because it is broken.

ρολόι

noun (timepiece worn on the wrist)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This wristwatch is old, but it is still accurate.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του watch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του watch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.