Τι σημαίνει το wash στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης wash στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wash στο Αγγλικά.
Η λέξη wash στο Αγγλικά σημαίνει πλένω, πλύσιμο, πλένομαι, άπλυτα, μπουγάδα, κύματα, παφλασμός, πλύσιμο ρούχων, πλένω τα ρούχα, απομακρύνω, αφαιρώ, πλένω, βρέχω, πλένω, απομακρύνω, συνοδεύω φαγητό με ποτό, πλένω, καθαρίζω, ξεπλένομαι, καθαρίζω, πλένω, ξεθωριάζω, καλύπτω, αφήνω ανέγγιχτο, ξεβράζομαι, πλένω, πλένω τα πιάτα, πλένομαι, φθείρομαι, αφρόλουτρο, πλυντήριο αυτοκινήτων, πλένω τα πιάτα, νιπτήρας, υγρό σαπούνι χεριών, πλένω στο χέρι, πλένω στο πλυντήριο, στοματικό διάλυμμα, νεσεσέρ, ξεπλένω, βγάζω, βγάζω κτ από κτ, πλένω, σκάφη, που δεν χρειάζεται σιδέρωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης wash
πλένωtransitive verb (clean) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't forget to wash your hands. Μην ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου. |
πλύσιμοnoun (act of washing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I find a wash helps me wake up in the mornings. |
πλένομαιintransitive verb (oneself) (ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-) I'd like to wash before dinner. Θα ήθελα να πλυθώ πριν το φαγητό. |
άπλυταnoun (clothes to be washed) Your shirt's in the wash. |
μπουγάδαnoun (clean clothes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She hung the wash on the line. |
κύματαnoun (lapping of waves) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) They had to protect the house from the wash of the sea. |
παφλασμόςnoun (sound of lapping water) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We sat back and listened to the wash of the river on the rocks. |
πλύσιμο ρούχωνnoun (act of doing laundry) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πλένω τα ρούχαintransitive verb (do laundry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On Mondays I wash, iron, mop and tidy up. |
απομακρύνω, αφαιρώtransitive verb (remove) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soap will wash the ink from your fingers. |
πλένωtransitive verb (clean: dishes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can wash and I'll dry. |
βρέχωtransitive verb (lap at: shore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Mediterranean washes the shores of southern France. |
πλένωtransitive verb (launder: clothes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These jeans need to be washed. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρέπει να πλύνω επειγόντως το φόρεμά μου. |
απομακρύνωphrasal verb, transitive, separable (remove by cleaning with water) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saliva helps wash bacteria away from the teeth. Το σάλιο βοηθάει στο να απομακρύνονται τα βακτήρια από τα δόντια. |
συνοδεύω φαγητό με ποτόphrasal verb, transitive, separable (informal (food: accompany with a drink) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need some milk to wash down these cookies. |
πλένω, καθαρίζωphrasal verb, transitive, separable (clean thoroughly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wash down the cutting board with hot water and plenty of soap to kill the bacteria. Since the water restrictions have gone into effect we will no longer be able to wash down the sidewalks on a daily basis. Πλύνε (or: καθάρισε) την σανίδα κοπής με ζεστό νερό και μπόλικο σαπούνι για να σκοτώσεις τα βακτήρια. Από τη στιγμή που ξεκινάνε οι περιορισμοί στο νερό δε θα μπορούμε να καθαρίζουμε τα πεζοδρόμια σε καθημερινή βάση. |
ξεπλένομαιphrasal verb, intransitive (be removed by water) (η βρομιά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The dirt washes off easily. Η βρομιά φεύγει εύκολα με το νερό. |
καθαρίζω, πλένωphrasal verb, transitive, separable (remove by cleaning with water) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Go to the bathroom and wash off the chocolate on your face. |
ξεθωριάζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (make faded) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All that sunshine washed out my hair. Όλος αυτός ο ήλιος ξάνοιξε τα μαλλιά μου. |
καλύπτωphrasal verb, transitive, inseparable (literal (water: cover) (νερό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω ανέγγιχτοphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (have little impact on) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεβράζομαιphrasal verb, intransitive (be brought to shore by the tide) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The driftwood was washed up on the beach. Το ξύλο ξεβράστηκε στην ακτή. |
πλένωphrasal verb, transitive, separable (UK (clean: dishes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scrambled eggs make the pan hard to wash up. |
πλένω τα πιάταphrasal verb, intransitive (UK (clean dishes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After I cooked dinner, I had to wash up. Αφού μαγείρεψα το δείπνο έπρεπε να πλύνω τα πιάτα. |
πλένομαιphrasal verb, intransitive (US (wash face and hands) (πρόσωπο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Go and wash up for dinner. Πήγαινε πλύσου για να φάμε βραδινό. |
φθείρομαιphrasal verb, intransitive (figurative (to wear out, become ineffective) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He was a top sportsman but now he's totally washed up. Ήταν ένας κορυφαίος αθλητής, αλλά τώρα έχει φθαρεί εντελώς. |
αφρόλουτροnoun (cleansing product) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My boyfriend bought me some orchid-scented body wash for my birthday. |
πλυντήριο αυτοκινήτωνnoun (facility: vehicle cleaning) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My car is so dirty that I must take it to the car wash. |
πλένω τα πιάταverbal expression (informal (wash plates, etc.) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll cook for both of us if you promise to do the dishes afterwards. Mark is a wonderful husband - he even does the washing up. |
νιπτήραςnoun (sink for washing hands) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is a washbasin in each room. |
υγρό σαπούνι χεριώνnoun (liquid soap) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πλένω στο χέριtransitive verb (wash by hand) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλένω στο πλυντήριοtransitive verb (clean with washing machine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στοματικό διάλυμμαnoun (mouth-cleansing product) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter brushed his teeth and used mouthwash. |
νεσεσέρnoun (bag for toiletries) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ξεπλένω(remove with water) (αυτό που έχει λερωθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark washed the chocolate off his daughter's face. Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του. |
βγάζω(dirt: remove) (με πλύσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you think we'll be able to wash that ink stain out? Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι; |
βγάζω κτ από κτverbal expression (dirt: remove from [sth]) (με πλύσιμο) I washed the soup stain out of the tablecloth. Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα. |
πλένω(clean inside) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When she was naughty, her mother would wash her mouth out with soap and water. Όταν ήταν άτακτη η μητέρα της της έπλενε το στόμα με σαπούνι και νερό. |
σκάφηnoun (wide bucket for bathing in) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που δεν χρειάζεται σιδέρωμαadjective (garment: no ironing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wash στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του wash
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.