Τι σημαίνει το zero στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης zero στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του zero στο Αγγλικά.

Η λέξη zero στο Αγγλικά σημαίνει μηδέν, μηδενικό, μηδέν, μηδέν, μηδέν, κανένας, μηδενικός, μηδέν, μηδενικό, μηδενίζω, απόλυτο μηδέν, κάτω από το μηδέν, κάτω από το μηδέν, Σημείο Μηδέν, Γκράουντ Ζήρο των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης, επίκεντρο έκρηξης, ασθενής μηδέν, ασθενής-μηδέν, κάτω από το μηδέν, μηδενική βαρύτητα, εστιάζω, εστιάζω σε κτ, μηδενική βαθμολογία, μηδενική ανοχή, μηδενική ανοχή, μηδενικών εκπομπών, παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης zero

μηδέν

noun (cardinal number: 0)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Five times zero is zero.

μηδενικό

noun (symbol for 0)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The teacher wrote a zero on the board.

μηδέν

noun (in phone number: 0)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My number is five nine zero three eight two.

μηδέν

noun (Celsius: freezing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Temperatures are due to hit zero this week.

μηδέν

noun (figurative, informal (nothing: starting point) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When my parents arrived in this country, they had nothing; they started from zero.

κανένας

adjective (not a single one)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Zero employees have been off sick this month.

μηδενικός

adjective (not any of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The new trainee is hopeless; he puts in zero effort.

μηδέν

pronoun (people, things: not one of them)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Of the thirty students who took the exam, zero managed to pass.

μηδενικό

noun (figurative, informal ([sb] unimportant) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ignore David; he's a zero.

μηδενίζω

transitive verb (change to 0)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose placed the bowl on the electronic scales, weighed out the butter, and then zeroed the scales before adding the sugar.

απόλυτο μηδέν

noun (lowest possible temperature) (κατώτερη δυνατή θερμοκρασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Absolute zero, zero degrees Kelvin, is -473 Fahrenheit or -273.15 Celsius.

κάτω από το μηδέν

adjective (colder than freezing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Christ, it's below zero out there!

κάτω από το μηδέν

adverb (colder than freezing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Temperatures in Moscow regularly drop below zero.

Σημείο Μηδέν, Γκράουντ Ζήρο των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης

noun (World Trade Center site in New York City) (09/11/2001)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The US president visited Ground Zero in New York in the wake of the September 11 attacks.

επίκεντρο έκρηξης

noun (explosion: impact area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασθενής μηδέν, ασθενής-μηδέν

noun (pandemic, etc.: first person infected)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κάτω από το μηδέν

adjective (temperature: below freezing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηδενική βαρύτητα

(physics)

εστιάζω

intransitive verb (informal (focus)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pilot zeroed in and launched his attack.

εστιάζω σε κτ

transitive verb (informal (focus)

An auditor knows how to zero in on the problems lurking in a financial report.

μηδενική βαθμολογία

noun (test or competition result of 0)

Test-takers will receive a zero score if no attempt is made to answer the question.

μηδενική ανοχή

noun (strict policy)

μηδενική ανοχή

noun as adjective (approach, policy: very strict)

μηδενικών εκπομπών

noun as adjective (vehicle: no exhaust gas)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος

noun (win-lose situation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του zero στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του zero

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.