Τι σημαίνει το love στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης love στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του love στο Αγγλικά.

Η λέξη love στο Αγγλικά σημαίνει αγάπη, αγάπη, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, αγαπάω, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, αγάπη, αγάπη, αγάπη μου, έρωτας, αγάπες, αγαπούλες, αγάπη, μηδέν, αγάπη, αγαπάω, αγαπώ, κάνω έρωτα, κοπελιά, πράξη αγάπης, αδερφική αγάπη, ενθουσιασμός, ιπποτικός έρωτας, ψεύτικη αγάπη, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, βρίσκω την αληθινή αγάπη, από αγάπη, από αγάπη για, για όνομα του Θεού, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, ελεύθερος έρωτας, θεά του έρωτα, τρελά ερωτευμένος, σ'αγαπώ, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, με μεγάλη μου χαρά, είμαι ερωτευμένος, είμαι ερωτευμένος με κπ, είμαι ερωτευμένος με κτ, κτ που γίνεται για ευχαρίστηση, ψευτοαψινθιά, ερωμένη, φιλενάδα, χαμένη αγάπη, Με πολλή αγάπη, σχέση, έρωτας, έρωτας με την πρώτη ματιά, καρπός παράνομου έρωτα, Με αγάπη από, πιασίματα, ερωτικό ενδιαφέρον, κόμπος της αληθινής αγάπης, ερωτικό γράμμα, εκδήλωση αγάπης, ερωτική ζωή, ερωτική φωλιά, διθέσιος καναπές, ερωτικό τραγούδι, αισθηματική ιστορία, ερωτικό τρίγωνο, πιπιλιά, τρελά ερωτευμένος, κάνω έρωτα, κάντε έρωτα, όχι πόλεμο, ερωτική πράξη, μητρική αγάπη, μητρική αγάπη, αγάπη μου, αμοιβαία τα αισθήματα, για τίποτα στον κόσμο, γονική αγάπη, ειρήνη και αγάπη, συνουσία, σωματική επαφή, νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας, αγάπη για τον εαυτό μου, φιλαυτία, ερωτικό πάθος, συνουσία, ερωτική πράξη, για το καλό κπ, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, πραγματική αγάπη, με στοργή, με αγάπη, θα ήθελα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης love

αγάπη

noun (uncountable (affection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Love is perhaps the most important human emotion.
Η αγάπη είναι ίσως το πιο σημαντικό συναίσθημα του ανθρώπου.

αγάπη

noun (uncountable (romantic feelings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could see her love for him in her eyes.
Μπορούσες να δεις την αγάπη της για αυτόν στα μάτια της.

αγαπάω, αγαπώ

transitive verb (feel affection)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Of course I love my mother.
Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου.

λατρεύω

transitive verb (be fond of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I love Jane. She's always such fun to be with!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η καινούρια σου φίλη είναι πολύ γλυκιά. Την αγαπώ!

αγαπάω

transitive verb (like strongly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I love basketball.
Λατρεύω το μπάσκετ.

αγαπάω, αγαπώ

transitive verb (have romantic feelings for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can tell that she loves her boyfriend by the look on her face.
Φαίνεται ότι αγαπάει τον σύντροφό της από την έκφραση του προσώπου της.

λατρεύω

verbal expression (activity: enjoy) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I love jogging in the park when the weather is warm.
Λατρεύω να τρέχω στο πάρκο όταν ο καιρός είναι ζεστός.

αγάπη

noun (lover)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was my first love.
Ήταν ο πρώτος μου έρωτας.

αγάπη, αγάπη μου

interjection (informal (affectionate term)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Can you give me the remote control, please, love?
Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ;

έρωτας

noun (passion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His love made her feel so good.
Ο έρωτάς του γι' αυτήν την έκανε να νιώθει πολύ ωραία.

αγάπες, αγαπούλες

noun (slang (sexual gratification) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He was in a good mood. His wife probably gave him some love the night before.
Είχε καλή διάθεση. Μάλλον η γυναίκα του τού έκανε αγάπες το προηγούμενο βράδυ.

αγάπη

noun (strong liking) (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His love for basketball was apparent to everybody.
Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν φανερή σε όλους.

μηδέν

noun (tennis score: zero)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The score is now thirty-love.
Το σκορ είναι τώρα τριάντα-μηδέν.

αγάπη

noun ([sth] loved, interest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ballet was her first love.
Το μπαλέτο ήταν η πρώτη της αγάπη.

αγαπάω, αγαπώ

intransitive verb (have deep affection)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She just loves too much.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ.

κάνω έρωτα

transitive verb (slang (have sex) (καθομ: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I want you to love me passionately tonight, baby.
Θέλω να μου κάνεις παθιασμένο έρωτα σήμερα, μωρό μου.

κοπελιά

interjection (UK, slang (love: term of endearment) (για γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John greeted me with the words, "Alright, luv?"

πράξη αγάπης

noun (action motivated by love)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδερφική αγάπη

noun (kindness towards others)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brotherly love is the love you have for your neighbor or your fellow man.

ενθουσιασμός

noun (figurative (teenage infatuation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιπποτικός έρωτας

(code of behavior)

ψεύτικη αγάπη

noun (fake love)

ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά

verbal expression (figurative (fall in love) (κάποιον)

ερωτεύομαι

verbal expression (couple: become infatuated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couple fell in love when they were in college.
Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

ερωτεύομαι

verbal expression (become infatuated: with [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gina falls in love every five minutes!

ερωτεύομαι

verbal expression (become infatuated with [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I fell in love with him the very first time we met.

ερωτεύομαι κεραυνοβόλα

verbal expression (become infatuated with a stranger)

As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight.

βρίσκω την αληθινή αγάπη

verbal expression (meet one's perfect partner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The romantic teenager hopes to find true love.

από αγάπη

adverb (motivated by love)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When I marry, I'll marry for love and nothing else.

από αγάπη για

preposition (out of love for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I like gardening just for the love of seeing things grow.

για όνομα του Θεού

interjection (expression of frustration)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
John, for the love of God, just sit quietly for a minute and let me think!

απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας

noun (sexual relationship: taboo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My sister's child was a result of our forbidden love.

απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας

noun (romantic relationship: taboo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Romeo and Juliet is a sad tale of forbidden love.

ελεύθερος έρωτας

noun (dated (extra-marital or promiscuous sex)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θεά του έρωτα

noun (mythology: Aphrodite, Venus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρελά ερωτευμένος

expression (figurative (infatuated)

After Cara's first date with Matt, she was head over heels in love with him.

σ'αγαπώ

expression (textspeak, abbreviation (I love you)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
See you for dinner tonight. I love u.

σε αγαπώ, σ'αγαπώ

interjection (declaration of strong affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you, Mom!
Σ' αγαπώ μαμά!

σε αγαπώ, σ'αγαπώ

interjection (declaration of strong romantic feelings)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you and I want to spend the rest of my life with you.
Σ' αγαπώ και θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου.

σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ

interjection (great affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you so much that I can't stand to be apart from you.
Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου.

με μεγάλη μου χαρά

interjection (enthusiastic yes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Would you like to go out for a drink?" "I'd love to."

είμαι ερωτευμένος

(infatuated)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
People who are in love never listen to anyone else's advice. The two of them are in love, and they spend every moment together.
Όσοι είναι ερωτευμένοι ποτέ δεν ακούν συμβουλές από άλλους. Οι δυο τους είναι ερωτευμένοι και περνάνε κάθε στιγμή μαζί.

είμαι ερωτευμένος με κπ

verbal expression (be infatuated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's so thoughtful! I am in love with him.

είμαι ερωτευμένος με κτ

verbal expression (figurative (be very keen) (μεταφορικά, ενίοτε ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is in love with the sound of his own voice.

κτ που γίνεται για ευχαρίστηση

noun (work done for pleasure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψευτοαψινθιά

noun (herb: wormwood) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερωμένη, φιλενάδα

noun (poetic or humorous (female lover, girlfriend)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαμένη αγάπη

noun (romantic relationship that has ended)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Με πολλή αγάπη

expression (for signing off a letter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχέση

noun (romantic relationship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's having a love affair with a married man.
Έχει σχέση με έναν παντρεμένο.

έρωτας

noun (figurative (intense liking for) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Her love affair with all things Japanese started two years ago after holidaying there.
Ο έρωτάς της με οτιδήποτε ιαπωνικό ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, μετά τις διακοπές της στην Ιαπωνία.

έρωτας με την πρώτη ματιά

noun (instant romantic attraction to [sb])

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
When Harry met Sally it wasn't love at first sight; they fell in love some years later.

καρπός παράνομου έρωτα

noun (slang (illegitimate offspring)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That girl is a love child; she has never met her father.

Με αγάπη από

adverb (letter: affectionate sign-off) (με αιτιατική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιασίματα

noun (slang, figurative (fat midriff) (καθομ, μτφ: στη μέση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's time to start exercising my abs and obliques; my love handles are getting noticeable!

ερωτικό ενδιαφέρον

noun (romantic role in story)

The actor plays the love interest in the film.

κόμπος της αληθινής αγάπης

noun (symbol: intertwined design)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ερωτικό γράμμα

noun (literal (letter expressing romantic feelings) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He wrote her a love letter every day while he was away.

εκδήλωση αγάπης

noun (figurative (expression of affection) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ερωτική ζωή

(relationships)

ερωτική φωλιά

noun (lovers' secret meeting place)

διθέσιος καναπές

noun (small couch, bench)

This love seat was handmade in Indonesia from solid teak.

ερωτικό τραγούδι

noun (song expressing romantic feelings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Most pop songs are love songs.

αισθηματική ιστορία

noun (story about a romantic relationship)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ερωτικό τρίγωνο

noun (relationship between three people)

A love triangle, causing conflict between three people, is a classic movie plot.

πιπιλιά

noun (red mark from lover's bite)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρελά ερωτευμένος

expression (infatuated)

I am madly in love with you.

κάνω έρωτα

verbal expression (have sex)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The survey found that average couple make love three times a week.

κάντε έρωτα, όχι πόλεμο

interjection (pacifist slogan of the 1960s)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
'Make love not war' was the best-known slogan of the hippy movement.

ερωτική πράξη

noun (sexual intercourse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μητρική αγάπη

noun (motherly affection)

μητρική αγάπη

noun (affection felt by a mother for her child)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγάπη μου

noun (informal (affectionate term) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Are you coming my love?
Έρχεσαι αγάπη μου;

αμοιβαία τα αισθήματα

noun (mutual dislike) (αρνητικό συναίσθημα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no love lost between those two. They've always hated each other.
Τα αισθήματα είναι αμοιβαία ανάμεσά σε αυτούς τους δύο. Πάντα μισούσαν ο ένας τον άλλο.

για τίποτα στον κόσμο

adverb (impossible to obtain by any means)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can't get a table in that restaurant for love or money.

γονική αγάπη

noun (affection of one's mother and father)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parental love is stronger than any other.

ειρήνη και αγάπη

plural noun (1960s counterculture ideals)

συνουσία, σωματική επαφή

noun (sexual intercourse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας

noun (figurative (adolescent infatuation)

The two teenagers had a case of puppy love.

αγάπη για τον εαυτό μου

noun (high self-esteem) (αυτοεκτίμηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλαυτία

noun (vanity) (εγωισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερωτικό πάθος

noun (physical passion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνουσία, ερωτική πράξη

noun (intercourse, sex)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για το καλό κπ

noun (harsh treatment of [sb] to help them)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη

noun (romantic infatuation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anyone could see it was true love between the couple; they couldn't take their eyes off each other.
Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον.

πραγματική αγάπη

noun (fated romantic partner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After eighteen years apart she was reunited with her true love.

με στοργή

expression (affectionately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με αγάπη

expression (used to sign off affectionately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θα ήθελα

verbal expression (used to request or accept [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would love a cup of coffee, thank you.
Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του love στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του love

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.