Τι σημαίνει το point στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης point στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του point στο Αγγλικά.
Η λέξη point στο Αγγλικά σημαίνει δείχνω, δείχνω, δείχνω, άκρη, αιχμή, σκοπός, στόχος, νόημα, κόμμα, θέμα, σημείο, χαρακτηριστικό, σημάδι, σημαδάκι, σημείο, μέρος, σημείο, σημείο, πόντος, εκατοστιαία μονάδα, μονάδα, σημείο, πρίζα, ακρωτήριο, διακλάδωση, κατευθύνομαι, βλέπω, κοιτάζω, σημαδεύω, σκοπεύω, δείχνω, υποδεικνύω, σημαδεύω, κάνω αρμολόγηση, κατευθύνω, κάνω αιχμηρό, πουάντ, δείχνω με το δάχτυλο, κατηγορώ, αποτελώ απόδειξη, σημείο συνάντησης, σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, στο όριο, αυτή την περίοδο, αυτή τη στιγμή, τώρα, αυτή τη στιγμή, άσχετος με, σημείο βρασμού, σημείο βρασμού, σημείο καμπής, κρίσιμο σημείο, κρίσιμο σημείο, εύσημο, κουκκίδα, σημείο του ορίζοντα, προκείμενη περίπτωση, εμπόδιο, σημείο με κυκλοφοριακή συμφόρηση, σημείο με μποτιλιάρισμα, φτάνω στο σημείο να, σημείο του ορίζοντα, όριο, υποδιαστολή, σημείο υγροποίησης/δρόσου, σημείο παράδοσης, τερματικό ηλεκτρονικής μεταφορά κεφαλαίων στο σημείο πώλησης, άκρο, άκρο, τελείωμα, σημείο εισόδου, σημείο εισόδου, θαυμαστικό, λεπτομέρεια, αιχμηρή μύτη, σημείο ανάφλεξης, μπαρουταποθήκη, εστία, επίκεντρο του ενδιαφέροντος, σημείο πήξης, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, ξεφεύγω από το θέμα, βγαίνω εκτός θέματος, πιάνω το νόημα, μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό, έλα στο ψητό, έλα στο ζουμί, σωστή παρατήρηση, εύστοχη παρατήρηση, Σωστό!, θετικό στοιχείο, μέσος όρος, μέσος όρος, σημείο πλέγματος, σημείο καννάβου, έχω δίκιο, αποκορύφωμα, στην πραγματικότητα, σημείο καμπής, σημείο εκκίνησης, εμμένω σε κτ, η χειρότερη στιγμή, κακή στιγμή, πάτος, κύριο σημείο, λέω κάτι, τονίζω, υπογραμμίζω, προσπαθώ να κάνω κτ, εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μου, match point, σημείο συνάντησης, σημείο τήξης, δεν πιάνω το νόημα, αμφιλεγόμενο θέμα, θεωρητικό ζήτημα, κοντινότερο σημείο εστίασης, δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ, αντικειμενική άποψη, παρατηρητήριο, στα πρόθυρα, στο χείλος του, προβληματικό σημείο, ποσοστιαία μονάδα, εντοπίζω, προσδιορίζω, εντοπίζω, προσδιορίζω, κατηγορώ, θέμα υπό συζήτηση, εξ επαφής, κατηγορηματικά, πόιντ γκαρντ, θέμα υπό συζήτηση, στρατιώτης που ηγείται της ομάδας, ηγέτης, ηγέτιδα, σημειακή μάζα, αρμόδιος για επικοινωνία, σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίας, σημείο σύγκλισης, αφετηρία, αφετηρία, σημείο διαίρεσης, θέμα τιμής, ζήτημα τιμής, σημείο ενδιαφέροντος, σημείο της μη επιστροφής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης point
δείχνωintransitive verb (indicate [sth], esp. with finger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She pointed to show where we should stand. Μας έδειξε που έπρεπε να σταθούμε. |
δείχνω(indicate, esp. with finger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The little boy pointed at the sky, following a plane with his finger. Το μικρό αγόρι έδειξε προς τον ουρανό, ακολουθώντας ένα αεροπλάνο με το δάχτυλό του. |
δείχνω(figurative (suggest, indicate) (μεταφορικά: ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the signs point to Smith being the murderer. Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως ο Σμιθ είναι ο δολοφόνος. |
άκρη, αιχμήnoun (tip) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's a sharp point on this pencil. Αυτό το μολύβι έχει μυτερή μύτη. |
σκοπός, στόχοςnoun (objective) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We mustn't forget the point of the exercise. Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον σκοπό αυτής της άσκησης. |
νόημαnoun (reason, significance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I didn't grasp the point of what he was saying. Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε. |
κόμμαnoun (mathematics: decimal point) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The value of pi is about three point one four. Η τιμή του π είναι τρία και δεκατέσσερα. |
θέμαnoun (detail) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My speech is divided into three points. Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα. |
σημείο, χαρακτηριστικόnoun (characteristic) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Plot is not the film's strong point. Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου. |
σημάδι, σημαδάκιnoun (UK (dot) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Finally, the travellers saw a point of light in the distance. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μολύβι έπεσε και άφησε ένα σημαδάκι στο πάτωμα. |
σημείοnoun (degree, level) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The water reached boiling point. |
μέροςnoun (geography: location) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This train serves Birmingham and all points south. |
σημείοnoun (intersection) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The line cuts the circle at two separate points. Η γραμμή τέμνει τον κύκλο σε δύο διαφορετικά σημεία. |
σημείοnoun (moment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) At that point I realized the danger of the situation. Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης. |
πόντοςnoun (score) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The highest possible score in darts is 180 points. |
εκατοστιαία μονάδαnoun (finance: hundredth of a cent) The dollar fell by eighty points against the yen. |
μονάδαnoun (finance: index measure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Dow Jones lost thirty-two points today. |
σημείοnoun (printing: 1/72 inch) (μέγεθος γραμματοσειράς) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The main text should be twelve point; titles should be sixteen point. |
πρίζαnoun (outlet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There aren't enough power points for all our equipment. Δεν υπάρχουν αρκετές πρίζες για όλο τον εξοπλισμό. |
ακρωτήριοnoun (geography: headland) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Every morning, Nancy rows around the point and back again. |
διακλάδωσηplural noun (UK (railway junction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Points allow the train to pass from one track to another. |
κατευθύνομαιintransitive verb (tend towards a given direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The road points southerly. |
βλέπω, κοιτάζωintransitive verb (face a given direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Their house points towards the sea. Το σπίτι βλέπει τη θάλασσα. |
σημαδεύω, σκοπεύωintransitive verb (gun, camera: aim) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lift the gun, point and fire. |
δείχνω, υποδεικνύω(show, indicate [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The survey points to his deep unpopularity. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους. |
σημαδεύωtransitive verb (aim) (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't point that knife at me. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί. |
κάνω αρμολόγησηtransitive verb (fill gaps in mortar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He has pointed all the brickwork. |
κατευθύνωtransitive verb (direct) (κάποιον σε/προς κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She pointed us to the door. Μας έδειξε την πόρτα. |
κάνω αιχμηρόtransitive verb (sharpen) Could you point this pencil, please? Μπορείς, σε παρακαλώ να ξύσεις το μολύβι; |
πουάντnoun (ballet: tip of the toe) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δείχνω με το δάχτυλοphrasal verb, transitive, inseparable (indicate with finger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was him, said the witness, pointing at the defendant. Αυτός ήταν, είπε ο μάρτυρας, δείχνοντας με το δάχτυλο τον εναγόμενο. |
κατηγορώphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (accuse) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποτελώ απόδειξηphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be evidence for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the evidence points at Mr. Smith. |
σημείο συνάντησηςnoun (place to gather) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) If you hear the fire alarm, please make your way to the assembly point. |
σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμήadverb (at a given moment) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At one point, I thought we might even get married. |
κάποια στιγμή, σε κάποια φάσηadverb (at an unspecified moment) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) At some point, we'll need to decide whether the project is worth continuing. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο. |
στο όριοexpression (informal (about to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Honestly, I am really at the point of showing him the door. |
αυτή την περίοδο, αυτή τη στιγμή, τώραexpression (at this moment, right now) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At this point, you have no choice but to find a job. Αυτήν τη στιγμή δεν έχεις άλλη επιλογή, παρά να βρεις δουλειά. |
αυτή τη στιγμήexpression (currently, now) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άσχετος μεexpression (figurative (unconnected, irrelevant) Whether or not he's married is beside the point. Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο. |
σημείο βρασμούnoun (temperature at which [sth] boils) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It is possible to change the boiling point of a liquid by changing the pressure around it. |
σημείο βρασμούnoun (figurative (point where [sb] becomes angry) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tempers reached boiling point when the referee sent one of the players off. |
σημείο καμπήςnoun (a point to make change) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κρίσιμο σημείοnoun (literal (point at which pressure is too great) |
κρίσιμο σημείοnoun (figurative (critical moment) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tony was under a lot of stress and he eventually reached breaking point. |
εύσημοnoun (figurative, informal (credit, recognition) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm cooking dinner tonight; that should earn me a few Brownie points with my mother. |
κουκκίδαnoun (dot before list item) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The boss would prefer a simple list of items with bullet points, rather than long descriptions. To create a list of bullet points, click on the icon. Το αφεντικό προτιμά μια απλή λίστα αντικειμένων με κουκκίδες, παρά εκτενείς περιγραφές. Για να κάνεις μια λίστα με κουκκίδες, κάνε κλικ στο εικονίδιο. |
σημείο του ορίζονταnoun (usually plural (one of 4 main compass points) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) North, south, east, and west are the cardinal points of the compass. |
προκείμενη περίπτωσηnoun (helpful example) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Movies can encourage children to read. The Harry Potter series is a case in point. |
εμπόδιοnoun (strait, pass obstructing an attack) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The valley was a choke point for the advancing army. |
σημείο με κυκλοφοριακή συμφόρηση, σημείο με μποτιλιάρισμαnoun (bottleneck, congested place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The narrow bridge across the river is a choke point for traffic. |
φτάνω στο σημείο ναverbal expression (informal (reach a situation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have come to a point in my life where I do not like to party every night. |
σημείο του ορίζονταnoun (North, South, East or West) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The teacher taught the students how to give directions using the compass points. |
όριοnoun (limit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She likes tequila, but two drinks is her cut-off point on work nights. |
υποδιαστολήnoun (dot in decimal figure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You need a decimal point between those two figures; there's a big difference between 6.25 and 625. |
σημείο υγροποίησης/δρόσουnoun (temperature: condensation) (χημεία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was so humid this morning that the dew point was above 10 degrees Celsius. |
σημείο παράδοσηςnoun (vehicle: place to set [sb], [sth] down) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) There is a warehouse at the port that serves as a drop-off point, we collect the merchandise there. |
τερματικό ηλεκτρονικής μεταφορά κεφαλαίων στο σημείο πώλησηςnoun (acronym (payment system) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άκροnoun (extremity) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The end points are several hundred metres apart. |
άκρο, τελείωμαnoun (where [sth] ends) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The proposed diversion alters the end point of the footpath. |
σημείο εισόδουnoun (bullet wound) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The entry point of the bullet is below the exit wound suggesting that a short person fired the gun at Mr. Jones. |
σημείο εισόδουnoun (US (port) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The easiest way to get a visa is on arrival, either at airports or at entry points to the country. |
θαυμαστικόnoun (US (punctuation) (σημείο στίξης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It is considered poor style to use too many exclamation points when writing. |
λεπτομέρειαnoun (detail) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αιχμηρή μύτηnoun (pen: narrow tip) (για στυλό) |
σημείο ανάφλεξηςnoun (temperature at which vapor burns) (κυριολεκτικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μπαρουταποθήκηnoun (figurative (volatile area, situation) (μεταφορικά: περιοχή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Holiday gatherings can be a flashpoint for some families. |
εστίαnoun (perspective: where lines converge) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Drawings of 3D objects have to have a single focal point to look realistic. |
επίκεντρο του ενδιαφέροντοςnoun (focus of attention) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The Monet painting was the focal point of the room. |
σημείο πήξηςnoun (temperature: liquid turns solid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Every liquid has a different freezing point; that of pure water is zero Celsius. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραadverb (starting now) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The rest of the climb will be much easier from this point. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραadverb (starting from now) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) From this point forward I won't smoke in the house any more. |
ξεφεύγω από το θέμα, βγαίνω εκτός θέματοςverbal expression (informal, figurative (digress) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The lecturer was getting off the point and some of the students had stopped paying attention. |
πιάνω το νόημαverbal expression (understand) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητόverbal expression (informal (speak directly) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It took Natalie a long time to get to the point. |
έλα στο ψητό, έλα στο ζουμίinterjection (informal (say what you mean) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Get to the point! We haven't got all day, you know. |
σωστή παρατήρηση, εύστοχη παρατήρησηnoun (insightful comment) Miriam raised several good points during the discussion. |
Σωστό!interjection (insightful comment) (σχόλιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Some people won't be able to attend the meeting if we hold it on Friday." "Good point!" |
θετικό στοιχείοnoun (often plural (positive trait) One of Hugh's good points is his generosity. |
μέσος όροςnoun (US, initialism (grade point average) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Molly has the highest GPA in the 9th grade. |
μέσος όροςnoun (US (numerical value of average grade) She'd gotten straight A's all through high school so she had a 4.0 grade point average. |
σημείο πλέγματος, σημείο καννάβουnoun (in criss-cross pattern) (σημείο τομής) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The grid points on the map help us to calculate the distances between places. |
έχω δίκιοverbal expression (be right about [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gudrun has a point; we should leave early tomorrow in order to avoid the traffic. |
αποκορύφωμαnoun (greatest moment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The high point of my holiday was the whale-watching trip. |
στην πραγματικότηταexpression (actually) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σημείο καμπήςnoun (point of change on curve) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σημείο εκκίνησηςnoun (figurative (starting point) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Learning the alphabet is a good jumping off point for children who wish to learn how to read. |
εμμένω σε κτverbal expression (figurative (belabor) The lawyer labored the point excessively. |
η χειρότερη στιγμήnoun (least happy time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The low point in the athlete's career was when a leg injury forced him to miss the Olympic Games. |
κακή στιγμήnoun (informal (unhappy moment, time) James was at a low point at that time because he had just split up with his girlfriend. |
πάτοςnoun (worst or most miserable situation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I reached my lowest point just after my wife left me. |
κύριο σημείοnoun (most significant idea) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The chairman presented the main points of the report to the meeting. |
λέω κάτιverbal expression (say [sth] significant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Will you stop interrupting me? I'm trying to make a point here! Θα σταματήσεις να με διακόπτεις; Προσπαθώ να πω κάτι! |
τονίζω, υπογραμμίζωverbal expression (emphasize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This chef makes a point of cooking with locally sourced ingredients. |
προσπαθώ να κάνω κτverbal expression (insist on doing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I make a point of donating to a charity every Christmas. |
εξηγώ τη θέση μου, εξηγώ την άποψή μουverbal expression (give opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dale was struggling to make his point during the debate. |
match pointnoun (tennis, etc.: point that wins a match) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Federer only needed one match point to win the game with Nadal. |
σημείο συνάντησηςnoun (designated place to meet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They settled on the library as a meeting point because it was near both their houses. |
σημείο τήξηςnoun (temperature at which a solid turns to liquid) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bronze has a lower melting point than iron. |
δεν πιάνω το νόημαverbal expression (fail to understand) You're missing the point: this isn't about pay - it's about conditions. |
αμφιλεγόμενο θέμαnoun ([sth] debatable) It is a moot point whether sex education among teenagers leads to fewer unwanted pregnancies. |
θεωρητικό ζήτημαnoun (academic, of no practical significance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Wondering about how things were before the birth of the universe is a moot point. |
κοντινότερο σημείο εστίασηςnoun (of eye's focus) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The near point for someone with normal vision is 25 cm. |
δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτexpression (it is pointless) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's no point in asking Jake if you can borrow his car; he'll say no. There's no use in telling me now that I shouldn't put that vase there; you should have mentioned it before I knocked it over and broke it. |
αντικειμενική άποψηnoun (impartial opinion, perspective) People go before a judge because they want an objective point of view. |
παρατηρητήριοnoun (lookout, observation post) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Along the coastal road are various observation points, at which drivers may stop and admire the view. |
στα πρόθυραexpression (close to [sth]) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The country's largest bank is on the point of collapse. |
στο χείλος τουexpression (about to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She was on the point of leaving when he finally arrived. Ήταν έτοιμη να φύγει όταν επιτέλους έφτασε. |
προβληματικό σημείοnoun (commerce: problem) This app's limited functionality on certain operating systems is a pain point with customers. |
ποσοστιαία μονάδαnoun (difference: one per cent) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I scored 88%; two percentage points away from getting an A. |
εντοπίζω, προσδιορίζωtransitive verb (figurative (show exact cause) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is difficult to pinpoint exactly why this problem has occurred. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί γιατί ακριβώς προέκυψε αυτό το πρόβλημα. |
εντοπίζω, προσδιορίζωtransitive verb (figurative (show exact place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We know our agent is in this area, but we can't pinpoint his location at the moment. Ξέρουμε πως ο πράκτοράς μας είναι σε αυτήν την περιοχή, αλλά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση του αυτήν τη στιγμή. |
κατηγορώverbal expression (figurative (accuse, blame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Some nutritionists are pointing an accusing finger at parents who let their children eat food that contains too much sugar. |
θέμα υπό συζήτησηnoun (matter being discussed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Global warming was the main point at issue of the conference. |
εξ επαφήςadverb (shoot: from close range) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She shot him point blank, killing him instantly. Τον πυροβόλησε εξ επαφής και σκοτώθηκε ακαριαία. |
κατηγορηματικάadverb (figurative (directly, bluntly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Amanda rejected David's proposal point blank. |
πόιντ γκαρντnoun (basketball position) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
θέμα υπό συζήτησηnoun (issue being discussed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Could we please return to the point in question? |
στρατιώτης που ηγείται της ομάδαςnoun (soldier who leads a group forward) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ηγέτης, ηγέτιδαnoun (figurative (in political program) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
σημειακή μάζαnoun (physics: infinitely small matter) (φυσική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αρμόδιος για επικοινωνίαnoun (person, department) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίαςnoun (disputed matter, [sth] controversial) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σημείο σύγκλισηςnoun (central or meeting point) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αφετηρίαnoun (starting point of a journey) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our point of departure for the journey will be the Port of Los Angeles. |
αφετηρίαnoun (starting point for argument) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We're not going to discuss the presentation itself, but we will take it as our point of departure. |
σημείο διαίρεσηςnoun (mathematics: point dividing a line into a given ratio) (Μαθηματικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέμα τιμής, ζήτημα τιμήςnoun (matter that determines respect) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σημείο ενδιαφέροντοςnoun (landmark, interesting place) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) There are many points of interest along the highway, especially for lovers of history and geology. |
σημείο της μη επιστροφήςnoun (point when one becomes committed to [sth]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) As he got into the car he realised he'd passed the point of no return. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του point στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του point
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.