Τι σημαίνει το zone στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης zone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του zone στο Αγγλικά.

Η λέξη zone στο Αγγλικά σημαίνει ζώνη, ζώνη ώρας, περιοχή, χαζεύω, ορίζω, καθορίζω, χαζεύω, ουδέτερη ζώνη, πεδίο μάχης, στο στοιχείο μου, ζώνη ιδανικής θερμοκρασίας, εύρος ιδανικής θερμοκρασίας, επικίνδυνη ζώνη, περιοχή χωρίς σήμα, νεκρή ζώνη, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, πληγείσα ζώνη, αποστρατικοποιημένη ζώνη, ζώνη προσγείωσης, ελεύθερος λιμένας, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, η ζώνη της Χρυσομαλλούσας, Πράσινη Ζώνη, απόλυτα συγκεντρωμένος, ουδέτερη ζώνη, απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχή, αστική περιοχή, εύκρατη ζώνη, ζώνη ώρας, ζώνη παράνομης στάθμευσης, ζώνη του λυκόφωτος, ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης zone

ζώνη

noun (area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Police have cordoned off the zone where the spillage took place.

ζώνη ώρας

noun (area: time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My mother keeps calling me really late at night; I wish she'd remember we're in different zones.

περιοχή

noun (area: climate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We feel lucky to live in a zone that doesn't have any catastrophic weather.

χαζεύω

phrasal verb, intransitive (informal (become inattentive) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teacher looked around the class and realised half her students had zoned out.

ορίζω, καθορίζω

transitive verb (land use) (μια ζώνη για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαζεύω

phrasal verb, intransitive (informal (daydream, stare into space)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I zoned out during the lecture because it was so dull.

ουδέτερη ζώνη

noun (neutral zone between enemies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need an access permit if you want to enter the buffer zone.

πεδίο μάχης

noun (area of military fighting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your room is so dirty that it looks like a combat zone.

στο στοιχείο μου

noun (situation: at ease in)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jumping out of an airplane is outside of my comfort zone.

ζώνη ιδανικής θερμοκρασίας, εύρος ιδανικής θερμοκρασίας

noun (formal (temperature: comfortable) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Control your comfort zone with Airco climate control systems.
Ελέγξτε τη ζώνη ιδανικής θερμοκρασίας με τα συστήματα κλιματικού ελέγχου Airco.

επικίνδυνη ζώνη

noun (dangerous area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The swift current and hidden rocks create a danger zone.

περιοχή χωρίς σήμα

noun (figurative (area: no phone signal) (κινητή τηλεφωνία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεκρή ζώνη

noun (ocean: polluted area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη

noun (area where military operations are prohibited)

The demilitarized zone between North and South Korea is the world's most heavily armed border.

πληγείσα ζώνη

noun (area affected by a catastrophe) (από καταστροφή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aid could only reach the disaster zone through one small airport.

αποστρατικοποιημένη ζώνη

noun (initialism (demilitarized zone)

ζώνη προσγείωσης

(military)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελεύθερος λιμένας

noun (area open to commercial vessels)

ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου

noun (country: unrestricted commerce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The purpose of NAFTA is to make North America a free trade area.

η ζώνη της Χρυσομαλλούσας

noun (hospitable area around star)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Πράσινη Ζώνη

noun (central Baghdad) (κέντρο Βαγδάτης)

απόλυτα συγκεντρωμένος

expression (concentrating intensely)

When this footballer is in the zone, he plays really well.

ουδέτερη ζώνη

noun (area which is not part of a state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχή

noun (barricaded area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αστική περιοχή

noun (housing area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No tall buildings are allowed in this residential zone.

εύκρατη ζώνη

noun (geographical bands having mild climate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Buenos Aires is situated in the southern hemisphere's temperate zone.

ζώνη ώρας

noun (region with specific local time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My friend lives in a different time zone so I can only call her in the morning.

ζώνη παράνομης στάθμευσης

noun (area: illegal to park)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζώνη του λυκόφωτος

noun (figurative (shady or ambiguous area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many young people find themselves stuck working part-time, in the twilight zone between full-time work and unemployment.

ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων

noun (area affected by combat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Red Cross evacuated all civilians from the war zone.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του zone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.