Τι σημαίνει το circuit στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης circuit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του circuit στο Αγγλικά.
Η λέξη circuit στο Αγγλικά σημαίνει κύκλωμα, πίστα, γύρος, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, πλακέτα κυκλώματος, κάρτα κυκλώματος, διακόπτης, φοροαπαλλαγή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κυκλική προπόνηση, σκληρά μέτρα για την ανάσχεση της εξάπλωσης λοιμώδους νόσου, κλειστού κυκλώματος, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, ένας πλήρης γύρος, πλήρες κύκλωμα, ηλεκτρικό κύκλωμα, μικροκύκλωμα, βραχυκύκλωμα, βραχυκυκλώνω, προκαλώ βραχυκύκλωμα σε κτ, παρακάμπτω, εμποδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης circuit
κύκλωμαnoun (electrical device) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The entire house is wired on one circuit. Ολόκληρο το σπίτι είναι καλωδιωμένο με ένα κύκλωμα. |
πίσταnoun (racetrack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You can hear the cars from the circuit ten miles away. Μπορείς να ακούσεις τα αμάξια της πίστας δέκα μίλια μακριά. |
γύροςnoun (sports: lap) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He set a record speed for one circuit. Πέτυχε ταχύτητα ρεκόρ για έναν γύρο. |
κλειστό κύκλωμα τηλεόρασηςnoun (initialism (closed-circuit television) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The robbery was captured on the bank's CCTV. |
πλακέτα κυκλώματος, κάρτα κυκλώματοςnoun (electrical component) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διακόπτηςnoun (electrical device) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φοροαπαλλαγήnoun (US, figurative (tax relief) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (US (court: several locations) |
κυκλική προπόνησηnoun (athletic exercise) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Circuit training is effective for building aerobic endurance and burning fat, but not so much so for adding muscle. |
σκληρά μέτρα για την ανάσχεση της εξάπλωσης λοιμώδους νόσουnoun as adjective (figurative (strict measures to reduce infection) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κλειστού κυκλώματοςnoun as adjective (TV, electronics) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κλειστό κύκλωμα τηλεόρασηςnoun (monitoring system) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The thief was caught stealing the car on closed-circuit television. |
ένας πλήρης γύροςnoun (sport: full lap) (στίβος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πλήρες κύκλωμαnoun (electricity: unbroken connection) (ηλεκτρισμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ηλεκτρικό κύκλωμαnoun (path of a current) |
μικροκύκλωμαnoun (integrated electronic circuit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βραχυκύκλωμαnoun (electrical malfunction) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βραχυκυκλώνωintransitive verb (malfunction electrically) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προκαλώ βραχυκύκλωμα σε κτtransitive verb (cause to malfunction electrically) The flooding in the basement short-circuited the freezer. |
παρακάμπτωtransitive verb (figurative (procedure: not follow) (μεταφορικά: διαδικασία) The construction company put pressure on the council to short-circuit the planning permission process. |
εμποδίζωtransitive verb (US, figurative (impede, thwart) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bad weather short-circuited our plans for a picnic. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του circuit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του circuit
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.