Τι σημαίνει το accès στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης accès στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accès στο Γαλλικά.
Η λέξη accès στο Γαλλικά σημαίνει πρόσβαση, πρόσβαση, είσοδος, κρίση, γραμμή επικοινωνίας, κύμα, άδεια, αποδοχή, παροξυσμός, μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης, που περιβάλλεται από ξηρά, προσβασιμότητα, έκρηξη οργής, έκρηξη θυμού, νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ, δόση, γεύση, ιδέα, ξέσπασμα, μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, εκτός ορίων, αμόκ, σκάλα που οδηγεί στο κάτω κατάστρωμα πλοίου, παράδρομος, απευθείας γραμμή επικοινωνίας, κρίση, έκρηξη θυμού, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου, δικαίωμα πρόσβασης, κύμα οργής, ασύρματη σύνδεση, έλεγχος πρόσβασης, πρόσβαση ατόμων με αναπηρία, είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου, οδικός χάρτης, πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου, Μην περνάτε, Μην διασχίζετε, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω, περιφράσσω με σκοινί, που απαγορεύεται, απαράδεκτος, οργή, άμεση πρόσβαση, δρόμος προσπέλασης, παράνομο σημείο εκπομπής ασύρματου δικτύου που λειτουργεί δίπλα σε νόμιμο, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, προσβάσιμος, αρχάριος, ξέσπασμα, κλειδώνω, κλειδώνω κπ έξω από κτ, μαχαιριά, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, οδηγώ, ανοίγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης accès
πρόσβασηnom masculin (document, zone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As-tu accès à la salle d'ordinateurs ? Έχεις πρόσβαση στο δωμάτιο με τους υπολογιστές; |
πρόσβασηnom masculin (Informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Faites-moi savoir si vous n'avez pas accès à ce fichier, je reprogrammerai les permissions. Ενημέρωσέ με εάν δεν έχεις πρόσβαση στο αρχείο για να αλλάξω τα δικαιώματά του. |
είσοδος(bâtiment, salle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entrée arrière du bar était fermée. Η είσοδος από το πίσω μέρος του μπαρ ήταν κλειδωμένη. |
κρίση(de fièvre,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se remettre d'un accès de fièvre peut prendre du temps chez les personnes âgées. - |
γραμμή επικοινωνίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Madeleine a un accès direct au président. |
κύμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mark a eu un accès de colère quand il a vu son ennemi. |
άδειαnom masculin (Informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous devez avoir le droit d'accès à cette page ; veuillez saisir votre mot de passe. Χρειάζεστε άδεια για να ανοίξετε αυτήν τη σελίδα. Παρακαλώ συμπληρώστε τον κωδικό ασφαλείας σας. |
αποδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παροξυσμός(maladie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai eu une crise de diarrhée la nuit dernière. Είχα μια κρίση διάρροιας χτες βράδυ. |
μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le seul moyen d'accès à la ferme est un chemin de terre. |
που περιβάλλεται από ξηρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσβασιμότητα(τοποθεσία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entreprise a choisi ce lieu pour son accessibilité. |
έκρηξη οργής, έκρηξη θυμού(d'un enfant : un peu familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bien que Carol soit adulte, elle pique encore des colères quand elle n'a pas ce qu'elle veut. |
νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ(loi américaine) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δόση, γεύση, ιδέα(de mauvaises nouvelles,...) (μεταφορικά: από κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξέσπασμα(d'un enfant : un peu familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est important de ne pas céder si votre enfant fait une colère (or: un caprice). Είναι σημαντικό να μην υποκύπτετε στα ξεσπάσματα του παιδιού σας. |
μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση(Informatique, anglicisme) (πληροφορική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκτός ορίωνadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La ville était interdite pour les élèves à l'internat. |
αμόκ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Οι καταναλωτές ήταν σε αμόκ όταν ξεκίνησαν οι εκπτώσεις. |
σκάλα που οδηγεί στο κάτω κατάστρωμα πλοίουnom masculin (Nautisme) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παράδρομοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
απευθείας γραμμή επικοινωνίαςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρίση, έκρηξη θυμούnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισιτήριο ελευθέρας εισόδουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le package comprend des accès gratuits à toutes les attractions du parc. |
δικαίωμα πρόσβασηςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je suis le propriétaire, j'ai donc (le) droit d'accès au terrain. |
κύμα οργήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ασύρματη σύνδεσηnom masculin (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Est-ce que l'hôtel a un accès sans fil à internet ? |
έλεγχος πρόσβασηςnom féminin (informatique) (πληροφορική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cet éditeur propose une suite complète pour la gestion des droits d'accès aux applications sensibles de l'entreprise. |
πρόσβαση ατόμων με αναπηρίαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδικός χάρτηςnom masculin |
πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Μην περνάτε, Μην διασχίζετε(επιγραφή στην αστυνομική κορδέλα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκτώ πρόσβαση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a interdit l'accès de la zone de l'accident. Ο τόπος του τροχαίου ατυχήματος είχε αποκλειστεί από την αστυνομία. |
περιφράσσω με σκοινί
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a interdit l'accès à la scène du crime. |
που απαγορεύεταιadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce site internet est interdit d'accès aux enfants de moins de quatorze ans. |
απαράδεκτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un terrain militaire, il faut rester hors de la zone interdite. |
οργή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άμεση πρόσβασηnom masculin (σε κάτι) Un portail au bout du jardin donne un accès direct à la plage. |
δρόμος προσπέλασηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παράνομο σημείο εκπομπής ασύρματου δικτύου που λειτουργεί δίπλα σε νόμιμοnom masculin (Informatique) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αρνούμαι σε κπ την πρόσβασηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσβάσιμος(για ΑμΕΑ, για αμαξίδια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nouveau bâtiment est entièrement aménagé pour les personnes handicapées, avec des portes automatiques et des couloirs assez larges pour des fauteuils roulants. Το κτίριο είναι πλήρως προσβάσιμο διαθέτοντας αυτόματες πόρτες και αρκετά πλατιούς διαδρόμους για αμαξίδια. |
αρχάριοςadjectif (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξέσπασμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλειδώνω(Informatique) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous tapez trois fois le mauvais mot de passe, le site vous bloque. Αν πληκτρολογήσεις τον μυστικό κωδικό τρεις φορές λάθος, ο ιστότοπος σε κλειδώνει. |
κλειδώνω κπ έξω από κτlocution verbale (Informatique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le système vous bloquera l'accès au site si vous répondez mal aux questions de sécurité. |
μαχαιριά(μτφ: σε κτ ή από κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La conférencière a eu un petit accès de panique quand elle a vu combien de personnes étaient présentes dans la salle. |
αποκτώ πρόσβαση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδηγώ(à un lieu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le portail donne accès au jardin. |
ανοίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La rampe d'accès a rendu la boutique accessible à tout un nouveau groupe de clients. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accès στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του accès
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.