Τι σημαίνει το acertar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acertar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acertar στο πορτογαλικά.

Η λέξη acertar στο πορτογαλικά σημαίνει ρυθμίζω, μαντεύω σωστά, εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω, φέρνω κτ σε ορθή γωνία, χτυπάω, χτυπώ, κλειδώνω, παγώνω, ρίχνω, χτυπάω στην κορυφή, φυτεύω, πετυχαίνω, χτυπάω, χτυπώ, πετυχαίνω, βρίσκω, ξεπληρώνω, ξεχρεώνω, κοπανάω, βαράω, βαρώ, καταρρίπτω αεροσκάφος, κοπανάω, βαράω, βαρώ, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, τα βρίσκω, χτυπώ, ρίχνω, δίνω, σκοράρω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, καρφώνω, το πετυχαίνω, προσδιορίζω, αναγνωρίζω, πετυχαίνω, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, κτ είναι ό,τι πρέπει, εκδικούμαι, λύνω τις διαφορές μου, εξοφλώ τα χρέη μου, εξοφλώ τα χρέη μου, εκδικούμαι, ρίχνω στο γόνατο, πυροβολώ στο γόνατο, τρακάρω, τρακέρνω, εκδικούμαι κπ για κτ, ξεκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ, ασχολούμαι, καταφέρνω πολύ καλά, ρίχνω με ευθεία βολή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χτυπάω, χτυπώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acertar

ρυθμίζω

verbo transitivo (relógio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acabei de trocar a bateria do relógio, então tenho que acertar as horas de novo.

μαντεύω σωστά

Carlos achou que Denise tinha pego o dinheiro e acertou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το ήξερες ή το βρήκες στην τύχη;

εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω

verbo transitivo (pagar contas) (λογαριασμό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω κτ σε ορθή γωνία

(ângulos: acertar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu o acertei na cabeça sem querer com minha pá.
Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου.

κλειδώνω, παγώνω

verbo transitivo (preço) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

(tiro) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James acertou o alvo quatro vezes seguidas.
Ο Τζέιμς πυροβόλησε τον στόχο τέσσερις συνεχόμενες φορές.

χτυπάω στην κορυφή

verbo transitivo (bola) (μπάλα του γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O jogador acertou a bola no banco de areia.

φυτεύω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lonnie acertou um tiro no meio do alvo.

πετυχαίνω

verbo transitivo (golfe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu acertei um 69 hoje!

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (socar alguém) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele acertou o estômago do irmão com o punho.
Χτύπησε τον αδερφό του στο στομάχι με τη γροθιά του.

πετυχαίνω, βρίσκω

verbo transitivo (alvo, cifra, valor...) (στόχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A flecha acertou o alvo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το βέλος πέτυχε τον στόχο.

ξεπληρώνω, ξεχρεώνω

(pagar dinheiro devido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταρρίπτω αεροσκάφος

(atirar e derrubar: aeronave) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω

(matar com arma de fogo) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα βρίσκω

(pagar uma conta) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπώ

(um alvo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A flecha atingiu o alvo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη.

ρίχνω, δίνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Έμμα έριξε μία στον Τζόρτζ ακριβώς στο στόμα.

σκοράρω

verbo transitivo (beisebol: marcar ponto com golpe certeiro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O batedor acertou dois pontos.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

verbo transitivo (dívida) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(dívida) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καρφώνω

verbo transitivo (esporte: acertar lance, marcar pontos) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
E ele acerta a cesta e empata o jogo!

το πετυχαίνω

(figurado: cem por cento certo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσδιορίζω, αναγνωρίζω

(inf., identificar, determinar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μόλις προσδιόρισα γιατί βρίσκω τόσο δύσκολο να σηκωθώ το πρωί! Είναι γιατί μισώ τη δουλειά μου.

πετυχαίνω

expressão verbal (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτ είναι ό,τι πρέπει

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το κρύο καρπούζι είναι ό,τι πρέπει.

εκδικούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois do Samuel enganá-lo, Dário estava determinado a acertar as contas.

λύνω τις διαφορές μου

expressão (reconciliar-se) (με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξοφλώ τα χρέη μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξοφλώ τα χρέη μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκδικούμαι

Vou acertar as contas quando eu vir ele.

ρίχνω στο γόνατο, πυροβολώ στο γόνατο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρακάρω, τρακέρνω

expressão verbal (informal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκδικούμαι κπ για κτ

Pilar fez planos para acertar as contas com sua irmã por quebrar a promessa dela.

ξεκαθαρίζω

expressão (figurado, resolver assunto pendente) (μια υπόθεση, ένα θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ

expressão (figurado, informal, vingar-se)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασχολούμαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vou acertar as contas com você mais tarde. Por enquanto, vá para o seu quarto e pense sobre o que você fez.
Μαζί σου θα τα πω αργότερα. Προς το παρόν πήγαινε στο δωμάτιό σου και αναλογίσου τι έκανες.

καταφέρνω πολύ καλά

(figurado, informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Frank realmente acertou em cheio com seu último comentário. A ginasta acertou em cheio a saída.
Ο αθλητής της ενόργανης έσκισε στο κατέβασμα.

ρίχνω με ευθεία βολή

(beisebol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele acertou a bola no campo central e chegou à primeira base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(golfe: bola)

Ele acertou no buraco em três tacadas.

χτυπάω, χτυπώ

expressão verbal (esgrima) (με ξίφος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acertar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.