Τι σημαίνει το acid στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acid στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acid στο Αγγλικά.

Η λέξη acid στο Αγγλικά σημαίνει οξύ, LSD, όξινος, καυστικός, οξύς, oξικό οξύ, όξινη βροχή, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, αποφασιστική δοκιμασία, τεστ οξύτητας, μαστούρα από LSD, οξεάντοχος, ανθεκτικός στα οξέα, αμινοξύ, ασκορβικό οξύ, βιταμίνη C, βορικό οξύ, κιτρικό οξύ, δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ, λιπαρό οξύ, φολικό οξύ, φυλλικό οξύ, υαλουρονικό οξύ, υδροχλωρικό οξύ, γαλακτικό οξύ, λιποϊκό οξύ, LSD, διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος, νιασίνη, νιτρικό οξύ, μη όξινος, νουκλεϊκό οξύ, σαλικυλικό οξύ, γαστρικό οξύ, θειικό οξύ, δεψικό οξύ, ουρικό οξύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acid

οξύ

noun (chemical compound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some rainwater contains acids that break down rock.

LSD

noun (uncountable, slang (drugs: LSD) (συντομογραφία: ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I did some acid at university but didn't enjoy it.

όξινος

adjective (food: sharp in taste)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pasta sauce had a strangely acid taste.

καυστικός, οξύς

adjective (figurative (speech, wit: sharp, biting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her acid wit was hilarious if she wasn't talking about you.

oξικό οξύ

noun (uncountable (compound: ingredient of vinegar)

όξινη βροχή

noun (pollution falling from sky)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of statues have been ruined due to acid rain breaking down the stone.

γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση

noun (uncountable (heartburn)

My doctor says my acid reflux has damaged my esophagus.
O γιατρός μου λέει ότι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση από την οποία πάσχω έχει βλάψει τον οισοφάγο μου.

αποφασιστική δοκιμασία

noun (figurative (decisive indicator)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The acid test in becoming a good cook is making a perfect soufflé.

τεστ οξύτητας

noun (chemistry: litmus test)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαστούρα από LSD

(drug-induced experience) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οξεάντοχος

adjective (resistant to acid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανθεκτικός στα οξέα

adjective (material)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμινοξύ

noun (organic compound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L-tryptophan is an amino acid thought to promote sleep. Proteins are made up of amino acids.

ασκορβικό οξύ

noun (uncountable (chemical compound) (χημεία)

Ascorbic acid has the molecular formula C6H8O6, but is more commonly known as vitamin C.
Το ασκορβικό οξύ έχει τον μοριακό τύπο «C6H8O6», αλλά είναι πιο πολύ γνωστό ως βιταμίνη C.

βιταμίνη C

noun (uncountable (vitamin C)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ascorbic acid is found in many fruits, such as oranges.
Η βιταμίνη C υπάρχει σε πολλά φρούτα, όπως τα πορτοκάλια.

βορικό οξύ

noun (uncountable (chemistry, manufacturing)

κιτρικό οξύ

noun (uncountable (flavoring: sour salt, mild acid found in citrus fruit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Citric acid is what gives oranges, grapefruits and lemons their tangy flavor.
Το κιτρικό οξύ είναι αυτό που δίνει στα πορτοκάλια, τα γκρέιπφρουτ και τα λεμόνια την ξινή τους γεύση.

δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ

noun (genetics: molecule)

λιπαρό οξύ

(biochemistry)

φολικό οξύ, φυλλικό οξύ

noun (uncountable (B vitamin)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υαλουρονικό οξύ

noun (biochemistry: monopolysaccharide)

υδροχλωρικό οξύ

noun (chemistry)

γαλακτικό οξύ

noun (uncountable (chemical compound)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λιποϊκό οξύ

noun (uncountable (chemical compound) (χημεία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

LSD

noun (initialism (lysergic acid diethylamide)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος

noun (hallucinogenic drug)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νιασίνη

noun (chemical compound)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νιτρικό οξύ

noun (uncountable (corrosive liquid)

μη όξινος

adjective (not acidic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νουκλεϊκό οξύ

noun (molecule: genetic information)

σαλικυλικό οξύ

noun (chemical)

γαστρικό οξύ

noun (gastric juice)

θειικό οξύ

noun (chemistry)

δεψικό οξύ

noun (bitter substance in tea and wine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tannic acid in wine and tea can stain your teeth.

ουρικό οξύ

noun (uncountable (acid present in urine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lab will test the level of uric acid in the urine samples.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acid στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του acid

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.