Τι σημαίνει το biting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης biting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του biting στο Αγγλικά.

Η λέξη biting στο Αγγλικά σημαίνει δηκτικός, αιχμηρός, καυστικός, τσουχτερός, δαγκώνω, δαγκώνω, δαγκωνιά, δαγκωματιά, δάγκωμα, τσίμπημα, τσιμπάω, πικάντικη γεύση, περόνιασμα, κομμάτι, τμήμα, μέρος, τσούζω, τσούζω, τρώω, συναρπαστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης biting

δηκτικός, αιχμηρός, καυστικός

adjective (figurative (comment: cruel) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The biting reviews of her debut novel hurt the author's feelings.

τσουχτερός

adjective (figurative (cold: harsh) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The biting cold seeped under our heavy coats and chilled us through.

δαγκώνω

transitive verb (clamp teeth onto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The snapping turtle bit the dog's tail and wouldn't let go.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κοίτα! Ο σκύλος έχει δαγκώσει το παλτό σου και το τραβάει.

δαγκώνω

transitive verb (cut with teeth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to bite the apple hard to get through the peel.
Πρέπει να δαγκώσεις (or: δαγκάσεις) γερά για να κόψεις τη φλούδα αυτού του μήλου.

δαγκωνιά

noun (mouthful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Take a bite. You might like the taste of it.
Πάρε μια δαγκωνιά (or: δαγκανιά). Μπορεί να σου αρέσει.

δαγκωματιά

noun (wound made by biting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could see the mark the dog's bite made on his leg.
Μπορούσες να δεις το σημάδι που άφησε στο πόδι του η δαγκωματιά του σκύλου.

δάγκωμα

noun (act of biting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Watch the TV! The shark's bite breaks the surfboard.

τσίμπημα

noun (sting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mosquito bite really stung.

τσιμπάω

noun (angling: fish on the hook) (ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was out there all day and didn't get a bite from a single fish.
Ήμουν όλη μέρα εκεί και δεν τσίμπησε ούτε ένα ψάρι.

πικάντικη γεύση

noun (informal, figurative (spicy taste)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are there peppers in this stew? It really has a strong bite.

περόνιασμα

noun (figurative (stinging effect) (άνεμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can really feel the bite of the wind in winter.
Τον χειμώνα, μπορείς, πραγματικά, να νιώσεις τον άνεμο να σε περονιάζει.

κομμάτι, τμήμα, μέρος

noun (slang, figurative (something taken)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Taxes took a big bite out of his salary.

τσούζω

intransitive verb (informal (sting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Antiseptic on an open cut really bites.

τσούζω

intransitive verb (mainly US, slang (be really bad) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You have to repeat a grade? That bites!

τρώω

(acid: corrode) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The acid bites into the metal, etching a pattern.

συναρπαστικός

adjective (figurative, informal (tense, exciting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No one spoke during the nail-biting final episode of our favourite TV show.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του biting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του biting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.