Τι σημαίνει το sour στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sour στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sour στο Αγγλικά.

Η λέξη sour στο Αγγλικά σημαίνει ξινός, ξινισμένος, χαλασμένος, πικρόχολος, ξινίζω, δηλητηριάζω, δηλητηριάζομαι, δημιουργώ πικρά συναισθήματα σε κπ, δημιουργώ πικρία σε κπ, δημιουργώ πικρά συναισθήματα σε κπ, ξινίζω, χαλάω, κινέζικη καυτερή σούπα, βύσσινο, sour cream, όσα δε φτάνει η αλεπού, ξινισμένο γάλα, νεράντζι, δυσαρεστημένος, γλυκόξινος, γλυκόξινη σάλτσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sour

ξινός

adjective (taste: acidic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane grimaced as she tasted the sour lemon.
Η Τζέιν έκανε γκριμάτσες καθώς δοκίμαζε το ξινό λεμόνι.

ξινισμένος, χαλασμένος

adjective (milk: bad)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rick wanted a cup of tea, but found only sour milk in the fridge.
Ο Ρικ ήθελε ένα φλιτζάνι τσάι, αλλά βρήκε μόνο ξινισμένο γάλα στο ψυγείο.

πικρόχολος

adjective (figurative (bitter, resentful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After a number of disappointments early in her life, Ann had become sour.
Η Αν είχε γίνει πικρόχολη μετά από αρκετές απογοητεύσεις που βίωσε από νωρίς στη ζωή της.

ξινίζω

intransitive verb (milk: turn bad)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The milk soured because Ben forgot to put it back in the fridge.
Το γάλα ξίνισε, επειδή ο Μπεν ξέχασε να το ξαναβάλει στο ψυγείο.

δηλητηριάζω

transitive verb (figurative (spoil, turn bad) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina's infidelity soured her relationship with her husband.
Η απιστία της Νίνα δηλητηρίασε τη σχέση της με τον σύζυγό της.

δηλητηριάζομαι

intransitive verb (figurative (friendship, etc: turn bad) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Liam thought Sean had betrayed him and their friendship soured because of it.

δημιουργώ πικρά συναισθήματα σε κπ, δημιουργώ πικρία σε κπ

transitive verb (figurative (embitter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Years of working in low-paid, unrewarding jobs had soured Gillian.

δημιουργώ πικρά συναισθήματα σε κπ

(figurative (embitter) (προς/για κπ/κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Several bad relationships had soured Neil towards women.

ξινίζω

(milk, etc.: turn bad)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you leave milk out in a warm place, it will go sour.

χαλάω

(figurative (friendship, etc: turn bad) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Their relationship quickly turned sour.

κινέζικη καυτερή σούπα

noun (Chinese soup recipe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βύσσινο

noun (fruit: morello cherry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

sour cream

noun (soured dairy product)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The trick to a rich devil's food cake is to use some sour cream or buttermilk.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο μεξικάνικο εστιατόριο σερβίρουν τα μπουρίτο με γκουακαμόλε και sour cream.

όσα δε φτάνει η αλεπού

plural noun (figurative (bitterness about [sth] unattainable) (μτφ, καθομ: παροιμία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξινισμένο γάλα

noun (milk that has spoiled)

νεράντζι

noun (fruit: Seville or bitter orange)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυσαρεστημένος

adjective (appearing displeased)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γλυκόξινος

adjective (combining salty and sugary flavours)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sweet-and-sour pork is a popular dish at Chinese restaurants.

γλυκόξινη σάλτσα

noun (Oriental sauce of honey and vinegar)

Cubes of meat are battered and deep-fried and put in a sweet-and-sour sauce.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sour στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sour

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.