Τι σημαίνει το afastar-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης afastar-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του afastar-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη afastar-se στο πορτογαλικά σημαίνει απομακρύνομαι από κπ/κτ, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, αποφεύγω, κρατώ απόσταση, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι, μένω σε απόσταση, απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ, οδηγώ, καθοδηγώ, απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι, απομακρύνομαι, κάνω παν, κάνω pan, ξεκολλώ, διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, χωρίζω, αποσχίζομαι από κτ, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, υποχωρώ, απομακρύνομαι, απομακρύνομαι από κπ/κτ, κρατάω απόσταση από, ξεκολλώ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης afastar-se

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo

Alice afastou-se da lata de lixo quando percebeu o fedor.

κρατάω απόσταση από κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy está realmente chateada com você agora; acho que você devia se afastar por um tempo.
Η Έιμι είναι πραγματικά θυμωμένη μαζί σου αυτή τη στιγμή, καλύτερα να κρατήσεις τις αποστάσεις σου για λίγο.

κρατώ απόσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κατένευσε αόριστα, συνεχίζοντας να υπεκφεύγει και να υπαναχωρεί.

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tive de me afastar ou acabaria os xingando.
Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω.

μένω σε απόσταση

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As meninas afastaram-se para o lado.
Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση.

απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As crianças gradualmente se afastam dos pais e formam suas próprias identidades.

οδηγώ, καθοδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ

verbo pronominal/reflexivo

απομακρύνομαι από κτ/κπ

απομακρύνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me afastei da fogueira porque estava muito quente.
Απομακρύνθηκα απ' τη φωτιά γιατί έκαιγε πολύ.

απομακρύνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω παν, κάνω pan

verbo pronominal/reflexivo (câmera)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A câmera se afasta lentamente e a figura do velho vai ficando cada vez menor.
Η κάμερα κάνει σιγά παν και η μορφή του ηλικιωμένου άντρα γίνεται όλο και μικρότερη.

ξεκολλώ

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me afastei da cidade e foquei em novos horizontes.
Απομακρύνθηκα από την πόλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα.

απομακρύνομαι

verbo pronominal/reflexivo (apartar-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O garoto se afastou de casa e se perdeu.
Το νεαρό αγόρι είχε απομακρυνεί πολύ από το σπίτι και είχε χαθεί.

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os caras se afastaram quando viram a polícia chegando.
Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία.

χωρίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσχίζομαι από κτ

(cancelar afiliação)

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela recuou quando ele estava prestes a beijá-la.
Απομακρύνθηκε τη στιγμή που θα τη φιλούσε.

ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alguns amigos vão se distanciar com o tempo.
Κάποιες φορές οι φίλοι απομακρύνονται με το πέρασμα του χρόνου.

αποσύρομαι

(σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποχωρώ, απομακρύνομαι

(λόγω ντροπής)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω απόσταση από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα.

ξεκολλώ από κτ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του afastar-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.