Τι σημαίνει το afastar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης afastar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του afastar στο πορτογαλικά.
Η λέξη afastar στο πορτογαλικά σημαίνει απομακρύνω, αποκρούω, ξεκολλάω, απομακρύνω κτ από κπ/κτ, φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι, ανακαλώ, απομακρύνω, απομακρύνω, απομονώνω, απομακρύνω, διώχνω, απωθώ, απομακρύνομαι, χάνομαι, αποξενώνω, απομακρύνω, διώχνω, κρατάω, συγκρατάω, απομονώνω, δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει, απομακρύνομαι από κπ/κτ, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, αποφεύγω, κρατώ απόσταση, αποσχίζομαι από κτ, απομακρύνομαι, φεύγω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι, ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ, υποχωρώ, απομακρύνομαι, μένω σε απόσταση, απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ, οδηγώ, καθοδηγώ, απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι, απομακρύνομαι, κάνω παν, κάνω pan, απομακρύνομαι, ξεκολλώ, διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω, αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, απομακρύνομαι από κπ/κτ, κρατάω απόσταση από, αποκρούω με τεντωμένο χέρι, χωρίζω, ξεκολλώ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης afastar
απομακρύνωverbo transitivo (tirar, ausentar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aquela criança está tão colada na TV que é difícil afastá-la. |
αποκρούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A garota tinha muitos pretendentes, mas o irmão mais velho dela ajudou a afastá-los. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες για να αποκρούσουν τις εχθρικές δυνάμεις. |
ξεκολλάωverbo transitivo (afastar com dificuldade) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω κτ από κπ/κτverbo transitivo A mãe afastou o vidro do alcance das crianças. |
φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) É difícil afastar o gado da cerca quebrada. Ήταν δύσκολο να απομακρύνω τα βοοειδή από τον χαλασμένο φράκτη. |
ανακαλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles protestaram para afastar as reformas eleitorais. Διαμαρτυρήθηκαν για τις προσπάθειες να ανακληθούν οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις. |
απομακρύνωverbo transitivo (do emprego) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele foi pego roubando e foi rapidamente afastado do trabalho. |
απομακρύνωverbo transitivo (de cargo público) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O senador foi afastado do cargo depois de ser acusado de receber propina. |
απομονώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω, διώχνωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algumas pessoas abusam das drogas ou álcool para afastarem memórias ruins. Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις. |
απωθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνομαι, χάνομαι(amigos: tornar-se menos íntimo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποξενώνω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este spray vai ajudar a evitar os pernilongos. Αυτό το σπρέι θα σε βοηθήσει να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια. |
κρατάω, συγκρατάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os garotos começaram a brigar, por isso os professores vieram contê-los. Τα αγόρια άρχισαν να μαλώνουν και γι' αυτό ήρθαν οι δάσκαλοι να τα συγκρατήσουν. |
απομονώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Uma jaqueta à prova d'água vai manter longe a chuva. Ένα αδιάβροχο μπουφάν δεν θ' αφήσει τη βροχή να περάσει. |
απομακρύνομαι από κπ/κτverbo pronominal/reflexivo Alice afastou-se da lata de lixo quando percebeu o fedor. |
κρατάω απόσταση από κπ/κτverbo pronominal/reflexivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy está realmente chateada com você agora; acho que você devia se afastar por um tempo. Η Έιμι είναι πραγματικά θυμωμένη μαζί σου αυτή τη στιγμή, καλύτερα να κρατήσεις τις αποστάσεις σου για λίγο. |
κρατώ απόσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποσχίζομαι από κτ(cancelar afiliação) |
απομακρύνομαι, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela recuou quando ele estava prestes a beijá-la. Απομακρύνθηκε τη στιγμή που θα τη φιλούσε. |
οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Κατένευσε αόριστα, συνεχίζοντας να υπεκφεύγει και να υπαναχωρεί. |
απομακρύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu tive de me afastar ou acabaria os xingando. Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω. |
ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποχωρώ, απομακρύνομαι(λόγω ντροπής) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω σε απόστασηverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As meninas afastaram-se para o lado. Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση. |
απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As crianças gradualmente se afastam dos pais e formam suas próprias identidades. |
οδηγώ, καθοδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτverbo pronominal/reflexivo |
απομακρύνομαι από κτ/κπ
|
απομακρύνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu me afastei da fogueira porque estava muito quente. Απομακρύνθηκα απ' τη φωτιά γιατί έκαιγε πολύ. |
απομακρύνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω παν, κάνω panverbo pronominal/reflexivo (câmera) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A câmera se afasta lentamente e a figura do velho vai ficando cada vez menor. Η κάμερα κάνει σιγά παν και η μορφή του ηλικιωμένου άντρα γίνεται όλο και μικρότερη. |
απομακρύνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alguns amigos vão se distanciar com o tempo. Κάποιες φορές οι φίλοι απομακρύνονται με το πέρασμα του χρόνου. |
ξεκολλώverbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu me afastei da cidade e foquei em novos horizontes. Απομακρύνθηκα από την πόλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα. |
αποσύρομαι(σε κτ ή κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνομαιverbo pronominal/reflexivo (apartar-se) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O garoto se afastou de casa e se perdeu. Το νεαρό αγόρι είχε απομακρυνεί πολύ από το σπίτι και είχε χαθεί. |
αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os caras se afastaram quando viram a polícia chegando. Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία. |
απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνομαι από κπ/κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω απόσταση από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα. |
αποκρούω με τεντωμένο χέριexpressão verbal (futebol americano) (αθλητισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρίζωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκολλώ από κτ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του afastar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του afastar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.