Τι σημαίνει το guardia στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης guardia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guardia στο ισπανικά.

Η λέξη guardia στο ισπανικά σημαίνει σκοπός, φρουρός, φύλακας, φρουρός, Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών, σκοπιά, σκοπός, επίσκεψη, σκοπιά, εντατική, φρουρός, φύλακας, μπάτσος, μπασκίνας, επείγοντα, συνοδός, δεσμοφύλακας, θηροφύλακας, φύλακας, εν υπηρεσία, διαθέσιμος για υπηρεσία, αρχιτεμπέλαρος, σε επιφυλακή, εξ απίνης, σε ετοιμότητα, χτυπάει καμπανάκι, Βασιλικός Φρουρός, ακτοφυλακή, λιμενοφυλακή, φρουρός, φυλάκιο, νυχτοφύλακας, ένοπλος φρουρός, τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ, εθελοντικός στρατός, κηδεμονία, δικαστήριο που συνεδριάζει τη νύχτα, ανακτορική φρουρά, φρουρός, φύλακας, τροχονόμος, εθνοφρουρά, εθνοφυλακή, τροχονόμος, σχολικός τροχονόμος, Βασιλική Φρουρά, παλιά φουρνιά, δίωρη βάρδια, τμήμα επειγόντων περιστατικών, θέτω κπ σε επιφυλακή, φρουρώ, περιφρουρώ, ετοιμάζομαι για αγώνα, αρπάζω, απροετοίμαστος, ανέτοιμος, Eπίθεση!, αστυφύλακας, σημαιοφόρος, παρατάω, εντείνω την προσοχή μου, εθνοφρουρός, παλιά φουρνιά, ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης guardia

σκοπός, φρουρός

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Se llamó al guardia para que ayudase a resolver la situación.
Ο φρουρός εκλήθη να βοηθήσει με το θέμα.

φύλακας, φρουρός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El guarda vigilaba alrededor del edificio.
Ο φρουρός έκανε περιπολία γύρω από το κτίριο.

Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών

nombre femenino (AR)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκοπιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El soldado estuvo haciendo guardia por cuatro horas.
Ο οπλίτης φύλαγε σκοπιά τις τελευταίες τέσσερις ώρες.

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Cállate! ¡Viene el guardia!

επίσκεψη

(médica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La recepcionista dijo que no podía hablar con la doctora, porque estaba de guardia.

σκοπιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El soldado estaba feliz de haber llegado al final de su guardia nocturna.

εντατική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Dónde doblas para la entrada a urgencias?

φρουρός, φύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un centinela permaneció de pie silenciosamente ante la puerta.

μπάτσος, μπασκίνας

(αργκό: αστυνομικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επείγοντα

(sala)

Bobby se cayó y se lastimó el brazo, así que lo llevé a urgencias.

συνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El recepcionista buscó a un escolta para que llevara a la visitante a su reunión en el área del edificio reservada para el personal.

δεσμοφύλακας

(peyorativo)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El carcelero era responsable de mantener a los presos a raya.

θηροφύλακας

(gobierno) (φύλακας κυνηγετικής περιοχής)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

φύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Sus años de trabajo como carcelero fueron muy duros.

εν υπηρεσία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Juan nunca atiende llamadas personales cuando está trabajando.

διαθέσιμος για υπηρεσία

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi médico está de guardia los sábados a la noche para los pacientes de emergencia.
Ο οικογενειακός μου γιατρός είναι διαθέσιμος για υπηρεσία κάθε Σαββατόβραδο για έκτακτα περιστατικά ασθενών.

αρχιτεμπέλαρος

expresión (ES) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε επιφυλακή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξ απίνης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los policías me agarraron por sorpresa cuando llegaron con la orden de registro.
Πιάστηκα εντελώς εξ απίνης όταν η αστυνομία κατέφθασε με ένα ένταλμα.

σε ετοιμότητα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debes estar en guardia por si los virus atacan tu computadora.

χτυπάει καμπανάκι

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Βασιλικός Φρουρός

locución nominal femenina

ακτοφυλακή, λιμενοφυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φρουρός

(Reino Unido)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυλάκιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νυχτοφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Un vigilante nocturno cuida nuestra oficina por la noche.

ένοπλος φρουρός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hay un guardia armado que cuida la entrada.

τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Durante la noche de Año Nuevo la policía de tránsito pone bloqueos para que la gente no tome.

εθελοντικός στρατός

nombre propio femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Durante la Guerra, la Guardia Doméstica estaba compuesta principalmente por hombres que no calificaban como reclutas.

κηδεμονία

locución nominal femenina (ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando el hermano de Susana fue asesinado en Iraq ella pidió la guardia y custodia de su sobrino huérfano.
Αφότου σκοτώθηκε ο αδερφός της στο Ιράκ, η Σούζαν έκανε αίτηση για την κηδεμονία του ορφανού ανιψιού της. Η μητέρα του παιδιού δεν ήταν σε θέση να το φροντίσει επαρκώς και συνεπώς η κηδεμονία δόθηκε στον πατέρα.

δικαστήριο που συνεδριάζει τη νύχτα

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los juzgados en España no están abiertos por la noche.

ανακτορική φρουρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vestido de rojo con ribetes blancos, el guardia de palacio estaba en pie ante la puerta.
Ντυμένη στα κόκκινα με λευκό σιρίτι η ανακτορική φρουρά στεκόταν στην πύλη.

φρουρός, φύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El guardia de seguridad patrullaba el centro comercial buscando a escolares pendencieros.
Ο φύλακας (or: φρουρός) έκανε περιπολία στο εμπορικό κέντρο ψάχνοντας για άτακτους μαθητές.

τροχονόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εθνοφρουρά, εθνοφυλακή

nombre propio femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροχονόμος

nombre masculino (España)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cada vez hay menos guardias de tráfico y más semáforos.

σχολικός τροχονόμος

El guardia de cruce escolar es muy amable, juega con los niños y charla con los peatones más mayores.

Βασιλική Φρουρά

nombre femenino (φρουρά, σωματοφύλακες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La princesa ingresó escoltada por cuatro miembros de la guardia real.

παλιά φουρνιά

(figurado) (μεταφορικά)

δίωρη βάρδια

τμήμα επειγόντων περιστατικών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θέτω κπ σε επιφυλακή

locución verbal (alertar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El modo en que ella me mira me pone en guardia.

φρουρώ, περιφρουρώ

locución verbal (militar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζομαι για αγώνα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los boxeadores se pusieron en guardia antes de que el árbitro tocara el silbato.

αρπάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¡En guardia!", gritó Sherlock Holmes, desenfundando su bastón de estoque.
Άρπα την, κύριε! φώναξε ο Σέρλοκ Χόλμς, τραβώντας το μπαστούνι-σπαθί του.

απροετοίμαστος, ανέτοιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El ladrón aprovechó cuando el vendedor estaba con la guardia baja.

Eπίθεση!

interjección

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυφύλακας

nombre propio femenino (ES)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σημαιοφόρος

(πολεμικό ναυτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρατάω

(AR, CR, coloquial) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tenido un mal día. ¡Deja de joder!
Είχα μια άσχημη μέρα. Παράτα με!

εντείνω την προσοχή μου

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su comentario me hizo ponerme en guardia.

εθνοφρουρός

(Estados Unidos)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παλιά φουρνιά

(figurado) (μεταφορικά)

ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bajó la guardia en cuanto se dio cuenta de que era un amigo.
Έριξε (or: Χαλάρωσε) τις άμυνές του όταν κατάλαβε ότι ήταν φίλος.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guardia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.