Τι σημαίνει το alert στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alert στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alert στο Αγγλικά.

Η λέξη alert στο Αγγλικά σημαίνει σε εγρήγορση, ειδοποίηση, προειδοποίηση, συναγερμός, συναγερμός, ειδοποιώ, ενημερώνω, ενημερώνω, σε εγρήγορση, σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα, spoiler alert, παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alert

σε εγρήγορση

adjective (awake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even though it was early morning, Emily felt alert and energetic.
Αν και ήταν αρκετά πρωί, η Έμιλυ ένιωθε ότι ήταν σε εγρήγορση και ενεργητική.

ειδοποίηση, προειδοποίηση

noun (warning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city issued an alert about the high bacteria content of the drinking water.
Η πόλη εξέδωσε προειδοποίηση για υψηλή συγκέντρωση βακτηρίων στο πόσιμο νερό.

συναγερμός

noun (sound: alarm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When Chelsea heard the tornado alert, she took her kids to the basement.
Όταν η Τσέλσυ έμαθε για το συναγερμό για ανεμοστρόβιλο, πήγε τα παιδιά της στο υπόγειο.

συναγερμός

noun (period warning is in effect) (έκτακτη ανάγκη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
During the tornado alert, the children were frightened, and some even cried.
Κατά τη διάρκεια του συναγερμού για ανεμοστρόβιλο, τα παιδιά ήταν φοβισμένα και μερικά έκλαιγαν.

ειδοποιώ, ενημερώνω

transitive verb (warn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If anything changes, please alert your supervisor immediately.
Αν υπάρξει αλλαγή, σε παρακαλώ ενημέρωσε τον προϊστάμενό σου αμέσως.

ενημερώνω

(make aware) (κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Milo's boss alerted him to the change in policy.
Το αφεντικό του Μίλο τον ενημέρωσε για την αλλαγή στην πολιτική.

σε εγρήγορση

expression (vigilant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Police are on the alert after two incidents involving an armed robber in the downtown Chicago area.

σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα

noun (readiness for emergency)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We've all been on red alert since the last attack.

spoiler alert

noun (warning before revealing plot) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση

(remain vigilant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alert στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του alert

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.