Τι σημαίνει το practice στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης practice στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του practice στο Αγγλικά.

Η λέξη practice στο Αγγλικά σημαίνει πρόβα, προπόνηση, πρόβα, εξάσκηση, εφαρμογή, συνήθεια, τακτική, εξασκούμαι σε κτ, εξασκούμαι σε κτ, κάνω πρόβα, εξασκούμαι σε κτ, μάθημα, άσκηση επαγγέλματος, ιατρείο, γραφείο, μέθοδος, πρακτική, ασκώ, εξασκώ, πρόβα, ενδεδειγμένη πρακτική, κοινή πρακτική, γενική ιατρική, προπόνηση ποδοσφαίρου, προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ, λογικός, καλός, σωστός, πολυιατρείο, στην πράξη, συνηθίζω να κάνω κτ, ιατρείο, που του λείπει εξάσκηση, άσκηση ετοιμότητας, ασκώ τη δικηγορία, ασκώ την ιατρική, άσκηση της ιατρικής, επαγγελματική δεοντολογία, ιδιωτικό γραφείο, ιδιωτεύω, εφαρμόζω, επαγγελματικές υποχρεώσεις, λογοκλοπία, τυποκλοπία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης practice

πρόβα

noun (training) (μουσική, θέατρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Orchestra practice begins immediately after school.
Η πρόβα της ορχήστρας αρχίζει αμέσως μετά το σχολείο.

προπόνηση

noun (sports: training)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our team has practice on Tuesdays and plays games on Thursdays.
Η ομάδα μας έχει προπόνηση κάθε Τρίτη και αγώνες κάθε Πέμπτη.

πρόβα

noun (rehearsal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need to go to band practice after school today to prepare for the concert.
Πρέπει να πάω στην πρόβα της μπάντας σήμερα μετά το σχολείο για να προετοιμαστώ για τη συναυλία.

εξάσκηση

noun (repeated performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students' drawing practice helped them improve their skill.
Η εξάσκηση που έκαναν οι μαθητές στο σχέδιο τους βοήθησε να βελτιώσουν τις ικανότητες τους.

εφαρμογή

noun (use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to put your knowledge into practice.
Πρέπει να βάλεις σε εφαρμογή τις γνώσεις σου.

συνήθεια, τακτική

noun (custom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The local practice of spending the afternoons in cafes is spreading to other provinces.
Η τοπική συνήθεια (or: τακτική) του να περνάμε τα απογεύματα στα καφενεία μεταδίδεται και σε άλλες επαρχίες.

εξασκούμαι σε κτ

transitive verb (perform repeatedly)

The six year olds practiced writing the letter C.
Τα εξάχρονα εξασκήθηκαν στη γραφή του γράμματος C.

εξασκούμαι σε κτ

transitive verb (train in)

Our team practices blocking on Tuesdays and plays games on Thursdays.
Η ομάδα μας εξασκείται στα μπλοκαρίσματα κάθε Τρίτη και έχει αγώνες κάθε Πέμπτη.

κάνω πρόβα

intransitive verb (US (rehearse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The band practiced for three weeks before the concert.

εξασκούμαι σε κτ

transitive verb (repeat, rehearse)

Practice your piano etudes to gain dexterity.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν εξασκείσαι καθημερινά στο πιάνο, σύντομα θα γίνεις πολύ καλύτερος.

μάθημα

noun (music: study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As part of my music studies, I have flute practice for three hours every Friday.

άσκηση επαγγέλματος

noun (profession)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He was in practice as the only dentist in a small town.
Εργαζόταν ως ο μοναδικός οδοντίατρος σε μια μικρή πόλη.

ιατρείο

noun (doctor's business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dr. Mills opened her practice recently, but she already has many patients.

γραφείο

noun (lawyer's business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I want to work for the best law practice in town.

μέθοδος, πρακτική

noun (law: method)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In copyright matters, you must follow the traditional practice to contest a claim.

ασκώ, εξασκώ

transitive verb (US (work at: a profession)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This doctor has practised medicine for years.
Ο εν λόγω γιατρός ασκεί την ιατρική εδώ και χρόνια.

πρόβα

noun (music group's rehearsal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have band practice after school from 4pm to 6pm.

ενδεδειγμένη πρακτική

noun (most professional conduct)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Best practice in the medical or mental health field is to take a thorough history from the patient.

κοινή πρακτική

noun ([sth] customary, [sth] often done)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is common practice to speak softly in a library. It's common practice to shake hands in business affairs.

γενική ιατρική

noun (medical specialization)

προπόνηση ποδοσφαίρου

noun (soccer training)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο γιος μου έχει ποδόσφαιρο στις 5, άρα μάλλον δε θα προλάβω.

προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ

noun (American football training)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λογικός, καλός, σωστός

noun (recommended procedure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is good practice to start with a simple activity.

πολυιατρείο

noun (medical practice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My chiropractor is part of a group practice with 2 Massage Therapists, a Physical Therapist and an Accupunturist.

στην πράξη

expression (from a practical point of view)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In practice, it doesn't always go smoothly.

συνηθίζω να κάνω κτ

verbal expression (be in the habit of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most doctors do not make a practice of calling on patients in their homes.

ιατρείο

noun (doctor's business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His medical practice was a short distance from the hospital.

που του λείπει εξάσκηση

adjective (not used to doing [sth] anymore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άσκηση ετοιμότητας

noun (rehearsal of emergency response) (για σεισμό, φωτιά κλπ.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασκώ τη δικηγορία

(work as a lawyer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean has been practising law for five years.

ασκώ την ιατρική

verbal expression (work as a doctor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He practices medicine at St. Patrick Hospital.

άσκηση της ιατρικής

noun (work of a doctor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The practice of medicine has made great advances in recent years.

επαγγελματική δεοντολογία

noun (company's ethos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιδιωτικό γραφείο

noun (profession: independent)

My doctor no longer works at that big clinic; he has gone into private practice.

ιδιωτεύω

noun (freelance work)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you become a Certified Public Accountant, you can do private practice.

εφαρμόζω

verbal expression (carry [sth] out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new regulations have still to be put into practice. We have worked out the plan, and now it's time to put it into practice.

επαγγελματικές υποχρεώσεις

noun (area covered by a profession)

Doing tasks outside of your scope of practice can result in disciplinary action.

λογοκλοπία, τυποκλοπία

noun (plagiarism, cheating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του practice στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του practice

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.