Τι σημαίνει το fresh στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fresh στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fresh στο Αγγλικά.

Η λέξη fresh στο Αγγλικά σημαίνει φρέσκος, φρεσκο-, γλυκός, φρέσκος, φρέσκος, φρέσκος, καθαρός, φρεσκο-, καινούριος, νέος, νέος, φρέσκος, φρέσκος, ξεδιάντροπος, ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή, κατευθείαν από το αγρόκτημα, καθαρός αέρας, ήρεμος, χαλαρός, δροσερή αύρα, φρέσκο φαγητό, φρέσκο φρούτο, νέα ματιά, φρέσκια ματιά, καινούριος, φρέσκος, νέα αρχή, φρέσκα λαχανικά, γλυκό νερό, αέρας αλλαγής, που έχει φρέσκο πρόσωπο, που έχει νεανικό πρόσωπο, γίνομαι θρασύς, γίνομαι αναιδής, κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο, μένω φρέσκος, παραμένω φρέσκος, διατηρούμαι φρέσκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fresh

φρέσκος

adjective (food: not preserved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do you have any fresh fish? I only see frozen fish here.
Έχεις καθόλου φρέσκα ψάρια; Εδώ βλέπω μόνο κατεψυγμένα.

φρεσκο-

adverb (recently)

These muffins are baked fresh.
Αυτά τα κεϊκάκια είναι φρεσκοψημένα.

γλυκός

adjective (water: not salty) (νερό: όχι αλμυρό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This fish tank is full of fresh water, not salt water.
Αυτό το ενυδρείο είναι γεμάτο με γλυκό νερό, όχι με θαλασσινό.

φρέσκος

adjective (recently obtained) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have fresh news about the merger.

φρέσκος

adjective (new, not stale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is that bread fresh or stale?

φρέσκος, καθαρός

adjective (air: not stagnant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Let's open a window to get some fresh air in here.

φρεσκο-

adverb (as prefix (freshly: newly)

Diane brought me a bunch of fresh-cut flowers from her garden.

καινούριος, νέος

adjective (original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His book offered a fresh perspective on the issue.

νέος

adjective (additional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The building received fresh supplies of toilet paper yesterday.

φρέσκος

adjective (person: bright) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He had a fresh look to him.

φρέσκος

adjective (person: alert)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Though he was tired, he felt fresh after taking a shower.

ξεδιάντροπος

adjective (colloquial (person: impudent) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't you get fresh with me, boy!

ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή

noun (figurative ([sth] new)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new manager came as a breath of fresh air.
Ο ερχομός του νέου διευθυντή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή.

κατευθείαν από το αγρόκτημα

adjective (food: direct from the producer) (για φρέσκα προϊόντα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These eggs are farm fresh.

καθαρός αέρας

noun (clean, outdoor air)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ήρεμος, χαλαρός

adjective (informal (calm and relaxed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δροσερή αύρα

noun (pleasantly cool and gentle wind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φρέσκο φαγητό

noun (unprocessed food produce)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φρέσκο φρούτο

noun (fruit: not processed, cooked)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We bought fresh fruit every day at the market.

νέα ματιά, φρέσκια ματιά

noun (new perspective)

The exhibition offers a fresh look at Danish design.

καινούριος, φρέσκος

adjective (informal (newly short of [sth]) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was going to have a bowl of cereal but we're fresh out of milk.

νέα αρχή

noun (chance to begin anew)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The child was moved to a different school to give him a fresh start.

φρέσκα λαχανικά

plural noun (vegetables that are freshly grown and unprocessed)

In summer, we eat lots of fresh vegetables from our garden.

γλυκό νερό

noun (water that is not salty)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I only swim in fresh water. Perch is strictly a freshwater fish.
Κολυμπάω μόνο σε γλυκό νερό. Η πέρκα είναι αποκλειστικά ψάρι του γλυκού νερού.

αέρας αλλαγής

noun (positive change) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που έχει φρέσκο πρόσωπο, που έχει νεανικό πρόσωπο

adjective (youthful, healthy skin) (το άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι θρασύς, γίνομαι αναιδής

verbal expression (slang (be sexually forward or cheeky)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can start dating now, but no getting fresh with the boys!

κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο

(food: stop going stale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Packaging needs to keep the food fresh for as long as possible.

μένω φρέσκος, παραμένω φρέσκος, διατηρούμαι φρέσκος

(informal (food: not go stale)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Bananas will keep fresh in the freezer for up to three months.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fresh στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fresh

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.