Τι σημαίνει το alternative στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alternative στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alternative στο Αγγλικά.

Η λέξη alternative στο Αγγλικά σημαίνει εναλλακτική, εναλλακτική, εναλλακτικός, εναλλακτικός, εναλλακτική μουσική, εναλλακτική ενέργεια, εναλλακτικό φάρμακο, εναλλακτική ιατρική, εναλλακτική μουσική, εναλλακτική ροκ, εναλλακτική πηγή ενέργειας, εναλλακτική πηγή ενέργειας, εναλλακτική θεραπεία, εναλλακτική θεραπεία, αντί, δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω εναλλακτική, καμία εναλλακτική λύση/επιλογή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alternative

εναλλακτική

noun (choice, option)

One alternative would be to postpone the trip to the lake.
Μία εναλλακτική θα ήταν να αναβάλουμε το ταξίδι στη λίμνη.

εναλλακτική

noun (only other choice) (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In this case, the alternative to fighting is dying.
Σε αυτή την περίπτωση, η εναλλακτική του να παλέψεις είναι να πεθάνεις.

εναλλακτικός

adjective (UK (choice, option: other)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The alternative options are swimming, skiing and horseback riding.
Οι εναλλακτικές επιλογές είναι το κολύμπι, το σκι και η ιππασία.

εναλλακτικός

adjective (non-mainstream) (μη συμβατικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The artist chose to live an alternative lifestyle.
Ο καλλιτέχνης επέλεξε να ακολουθεί εναλλακτικό τρόπο ζωής.

εναλλακτική μουσική

noun (colloquial (genre of rock music)

Alternative was Jasper's favorite type of music.

εναλλακτική ενέργεια

noun (renewable power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The use of forms of alternative energy such as liquid propane and hydrogen is increasing.

εναλλακτικό φάρμακο

noun (treatments: homeopathic)

εναλλακτική ιατρική

noun (treatment: non-conventional)

εναλλακτική μουσική

noun (independent pop music)

The history of alternative music basically begins with punk rock.

εναλλακτική ροκ

noun (genre of rock music)

The radio station plays a lot of alternative rock.

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (sustainable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (renewable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Wind, solar, hydro and geothermal are all alternative sources of energy.

εναλλακτική θεραπεία

noun (complementary treatment)

εναλλακτική θεραπεία

noun (therapy: non-conventional)

αντί

preposition (instead of) (για κτ ή με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Soy milk can be used as an alternative to cows' milk for some recipes.

δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω εναλλακτική

verbal expression (not have any other choice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With a crime this serious we have no alternative but to prosecute.

καμία εναλλακτική λύση/επιλογή

noun (absence of any other option)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You leave me no alternative but to fire you.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alternative στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του alternative

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.