Τι σημαίνει το choice στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης choice στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του choice στο Αγγλικά.

Η λέξη choice στο Αγγλικά σημαίνει επιλογές, επιλογή, εκλεκτός, επιλογή, από επιλογή, άτεκνος από επιλογή, επιλογή, προτίμηση, δυνατότητα επιλογής, ποικιλία, λεκτική επιλογή, πρώτη επιλογή, ελεύθερη επιλογή, ελεύθερη επιλογή, ελευθερία επιλογής, δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω άλλη λύση παρά να κάνω κτ, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάνω κτ, δίλημμα με μία μόνο επιλογή, στάση ζωής, πολλές επιλογές, κάνω μια επιλογή, διαλέγω, επιλέγω, τεστ με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, πολλαπλής επιλογής, καμία εναλλακτική, της επιλογής μου, μόνη επιλογή, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, συγκεκριμένη επιλογή, προσωπική επιλογή, προσωπική επιλογή, δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή, υπέρ των αμβλώσεων, διαλέγω, επιλέγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης choice

επιλογές

noun (range of options)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There was a good choice of desserts on the menu.
Υπήρχε μεγάλη ποικιλία από επιδόρπια στο μενού.

επιλογή

noun (act of choosing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He needs to make a choice between the apple and the orange.
Πρέπει να κάνει μια επιλογή ανάμεσα στο μήλο και στο πορτοκάλι.

εκλεκτός

adjective (quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The choice cuts of meat are always the most expensive.

επιλογή

noun (thing chosen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car was her choice.

από επιλογή

adverb (willingly, of one's free will)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I did not exactly retire by choice.

άτεκνος από επιλογή

expression (voluntarily having no children)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Glen and his wife are childless by choice, although they have three dogs.

επιλογή, προτίμηση

noun ([sth] preferred, chosen by)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Coca-Cola is my choice of soda.

δυνατότητα επιλογής

noun (opportunity to choose between)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you arrive early to the registration, you will have your choice of classes for next semester.

ποικιλία

noun (selection, variety of)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They have such a wide choice of vegetables at this supermarket.

λεκτική επιλογή

noun (way of saying [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mr. Peebles' choice of words while talking to the chairman's wife led to his banishment from the golf club.

πρώτη επιλογή

noun (preferred option)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Of course, Paris would have been my first choice.

ελεύθερη επιλογή

noun (unrestricted options)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can only control your own life by exercising your own free choice.

ελεύθερη επιλογή

noun ([sth] chosen freely)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελευθερία επιλογής

noun (free will)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Man has freedom of choice as to whether he will follow a path of good or evil.

δεν έχω άλλη λύση, δεν έχω άλλη επιλογή

verbal expression (be forced to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to fire him. I had no choice.

δεν έχω άλλη λύση παρά να κάνω κτ, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να κάνω κτ

verbal expression (not have alternative)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have no choice but to think that you acted irresponsibly.

δίλημμα με μία μόνο επιλογή

noun (figurative (lack of genuine alternative) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Since it's Hobson's choice I suppose I have to agree.

στάση ζωής

noun (decision impacting on lifestyle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My boyfriend and I have lived together for 20 years, but are not married; it's a life choice.

πολλές επιλογές

noun (lack of alternatives)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δυστυχώς, τέτοια μέρα τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά και δεν έχουμε και πολλές επιλογές.

κάνω μια επιλογή

verbal expression (select from among options)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

verbal expression (decide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You made your choice; now live with it.

τεστ με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

noun (test: choose right answer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολλαπλής επιλογής

noun as adjective (question: with several options)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

καμία εναλλακτική

noun (absence of alternative options)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There is no choice; we'll have to do it.
Δεν έχω άλλη επιλογή από το να σου ζητήσω να φύγεις.

της επιλογής μου

adjective (preferred)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Audrey got into her university of choice.

μόνη επιλογή

noun (only available option)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There is no public transport round here so my only choice is to go by car.

δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία

noun (decision made freely)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία

noun (individual free will)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My parents wanted me to go to law school, but I made my own choice and attended art school instead.

συγκεκριμένη επιλογή

noun ([sth] specifically chosen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wonder why you made that particular choice over your other options.

προσωπική επιλογή

noun (free will)

I can't force you to go to university; in the end, it's your own personal choice.

προσωπική επιλογή

noun ([sth] decided freely)

δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή

noun (available option)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπέρ των αμβλώσεων

adjective (abortion: supporting right to choose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

verbal expression (select, choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του choice στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του choice

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.