Τι σημαίνει το analysis στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης analysis στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του analysis στο Αγγλικά.

Η λέξη analysis στο Αγγλικά σημαίνει ανάλυση, ανάλυση, ανάλυση, ανάλυση, ψυχανάλυση, χημική ανάλυση, ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλους, οικονομική ανάλυση, γραμματική ανάλυση, ανάλυση κινδύνου, σε τελική ανάλυση, γλωσσολογική ανάλυση, ανάλυση αγοράς, αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση, φασματοσκοπική ανάλυση, φασματική ανάλυση, συντακτική ανάλυση, χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων, ανάλυση ούρων, ανάλυση διασποράς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης analysis

ανάλυση

noun (study of the parts of a whole) (λεπτομερειακή εξέταση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We will come to a decision only after careful analysis of the problem.
Θα καταλήξουμε σε μια απόφαση μόνο μετά από προσεκτική ανάλυση του προβλήματος.

ανάλυση

noun (results of study) (αποτελέσματα εξέτασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our analysis shows that the process is effective.
Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η διαδικασία είναι αποτελεσματική.

ανάλυση

noun (separation into constituent parts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acid was used in the analysis of the metals present in the ore.
Οξύ χρησιμοποιήθηκε στην ανάλυση των μετάλλων που βρίσκονταν στα ορυκτά.

ανάλυση

noun (method of scientific proof)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We base our conclusions on analysis, not on faith or conjecture.

ψυχανάλυση

noun (psychoanalysis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The research showed a bias in favour of behaviourism and against analysis.

χημική ανάλυση

noun (find out [sth]'s chemical makeup)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We will know more about the toxins when we get the chemical analysis back from the lab.

ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλους

noun (comparison of costs and benefits)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The company performed a cost-benefit analysis of both ad campaigns.

οικονομική ανάλυση

noun (cost vs. benefit, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This report sets out the results of the economic analysis.

γραμματική ανάλυση

noun (study of grammar structure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grammatical analysis constitutes one of the most difficult tasks for a natural language processor.

ανάλυση κινδύνου

noun (risk assessment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σε τελική ανάλυση

adverb (ultimately)

γλωσσολογική ανάλυση

noun (examination of language use)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The study of animal communications, called biolinguistics, is a fascinating branch of linguistic analysis.

ανάλυση αγοράς

noun (examination of consumers' needs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The market analysis revealed that the number of mobile Internet users has greatly increased.

αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση

noun (evaluating yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φασματοσκοπική ανάλυση

noun (physics: analysis based on observation of spectra) (φυσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φασματική ανάλυση

noun (physics: analysis of a range of rays) (φυσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συντακτική ανάλυση

noun (computing: parsing) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων

noun (predicting stock market from past activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trend analysis predicts the stock index will soon pass 10,000 points.

ανάλυση ούρων

noun (laboratory testing of urine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of illegal drugs can be detected by urine analysis.

ανάλυση διασποράς

noun (statistical procedure)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του analysis στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του analysis

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.