Τι σημαίνει το rough στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rough στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rough στο Αγγλικά.

Η λέξη rough στο Αγγλικά σημαίνει τραχύς, ανώμαλος, σκληρός, άγριος, άγριος, σκληρός, απότομος, ταραχώδης, άγριος, αγενής, απότομος, άξεστος, άκομψος, ανάγωγος, ανυπάκουος, σκληρός, σκληρός, πρόχειρος, χοντρικός, πρόχειρος, τραχύς, άγριος, άγριος, άγρια, σκληρά, τραμπούκος, νταής, σκαρίφημα, rough, φτιάχνω ένα προσχέδιο, δέρνω, χτυπάω, μαρκάρω στενά, αγριεύω, σκιαγραφώ, περιγράφω περιληπτικά, ακατέργαστο διαμάντι, φουρτουνιάζω, ζορίζω, γίνομαι βίαιος με κπ, περνάω δύσκολη περίοδο, διορθώνω τις ατέλειες, πρόχειρος, χοντρική προσέγγιση, προσέγγιση, εκτίμηση, που δεν είναι τέλειος, προσχέδιο, ακατέργαστο διαμάντι, προσχέδιο, χοντροκομμένη συμπεριφορά, γωνίες, αγριότοπος, πρόχειρη εκτίμηση, χοντρική εκτίμηση, ζω πρωτόγονα, πρόχειρο σχέδιο, χοντρική εκτίμηση, σκίτσο, γενική περιγραφή, χοντρική περιγραφή, αγριεμένη θάλασσα, σκίτσο, δύσκολη φάση, βία, τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια, τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια, αγριεμένη θάλασσα, θυελλώδης, τρικυμιώδης καιρός, προσχέδιο, χειρωνακτική εργασία, αγώνας χωρίς κανόνες, άγριος, η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίας, κόβω στα γρήγορα, κόβω πρόχειρα, με τραχιά επιφάνεια, μη εκλεπτυσμένος, που μιλάει απότομα, δαμαστής αλόγων, άτομο που ξέρει να ιππεύει μη εκπαιδευμένα άλογα, μέλος πρώτης μονάδας ιππικού με επικεφαλής τον Ρούσβελτ, λειαίνω τις τραχιές επιφάνειες, βελτιώνω, παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rough

τραχύς

adjective (abrasive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This sandpaper is extra rough, so you can work faster.
Αυτό το γυαλόχαρτο είναι ιδιαίτερα τραχύ, έτσι θα δουλέψεις γρηγορότερα.

ανώμαλος

adjective (uneven)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The surface of this concrete is rough.
Η επιφάνεια του τσιμέντου είναι ανώμαλη.

σκληρός, άγριος

adjective (animal coat: shaggy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Border Terriers have quite rough coats.

άγριος, σκληρός, απότομος

adjective (violent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is extremely rough with his kids.

ταραχώδης

adjective (turbulent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They have had a rough marriage with the death of two sons.

άγριος

adjective (weather: stormy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The rough weather makes life difficult in Antarctica.

αγενής, απότομος, άξεστος, άκομψος

adjective (rude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His rough manners were frowned upon when he started mixing with the upper classes.

ανάγωγος, ανυπάκουος

adjective (disorderly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have had enough of your rough behaviour.

σκληρός

adjective (food: coarse)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The rough fibres in celery help clean your intestines.

σκληρός

adjective (lacking luxuries)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many people like the rough experience that they get camping.

πρόχειρος

adjective (unpolished) (όχι τελειωμένος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is just a rough draft. I should have a final version ready tomorrow.

χοντρικός, πρόχειρος

adjective (tentative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Let me take a rough guess at the cost.
Ας εκτιμήσω χοντρικά το κόστος.

τραχύς, άγριος

adjective (bristly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He hadn't shaved for a week and his face was rough when she kissed him.

άγριος

adjective (sea: with big waves)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many passengers were sick during the crossing due to the rough seas.

άγρια, σκληρά

adverb (US, informal (roughly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The sergeant treated us real rough.

τραμπούκος, νταής

noun (informal (thug)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The woman crossed the street to avoid the young roughs on the other side.

σκαρίφημα

noun (informal (sketch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They looked over the roughs together and selected two styles.

rough

noun (golf: longer grass)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
In the summer, we irrigate the fairway, but not the rough.

φτιάχνω ένα προσχέδιο

transitive verb (sketch an outline)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let me see if I can rough something together for you.

δέρνω, χτυπάω

phrasal verb, transitive, separable (informal (beat up) (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A gang of youths roughed him up.
Έφαγε ξύλο από μια συμμορία νεαρών.

μαρκάρω στενά

phrasal verb, transitive, separable (US, informal (sports: abuse a player)

Go in there and rough up their best player, but don't get any fouls called on you.

αγριεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (make rough)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκιαγραφώ, περιγράφω περιληπτικά

phrasal verb, transitive, separable (outline, plan sketchily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can rough out the plans for your house but you have to hire an architect for the finished plans.

ακατέργαστο διαμάντι

noun (figurative ([sb] unrefined but special) (μεταφορικά)

George is a rough diamond from a working-class background who has made it to the top of his profession.

φουρτουνιάζω

(sea: become turbulent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sea was getting rough so we sailed back to the shore.

ζορίζω

(informal (become difficult)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Things got rough for Roger when his wife left him.
Τα πράγματα ζόρισαν για τον Ρότζερ όταν τον παράτησε η γυναίκα του.

γίνομαι βίαιος με κπ

verbal expression (behave violently) (με πρόθεση να βλάψω)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Jack was getting too rough with his brother and ended up hurting him.

περνάω δύσκολη περίοδο

verbal expression (informal, figurative (experience difficult time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pippa has a lot of problems at the moment; she's going through a rough patch.

διορθώνω τις ατέλειες

verbal expression (informal, figurative (refine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The band have knocked the rough edges off their playing and now sound more professional.

πρόχειρος

adjective (informal (unpolished but fit for purpose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χοντρική προσέγγιση

noun ([sth] close but not exact)

I think it will cost about £1,000, but that's only a rough approximation.
Θα σου στοιχίσει περίπου 1000 λίρες, αλλά αυτό είναι μόνο μια πρόχειρη εκτίμηση.

προσέγγιση, εκτίμηση

noun ([sth] close but not identical) (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I can only give you a rough approximation of the damage at this point.

που δεν είναι τέλειος

adjective (informal (imperfect)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry's rough around the edges, but he's a good guy.

προσχέδιο

noun (writing: early draft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My rough copy isn't too good, but I can always change it.

ακατέργαστο διαμάντι

noun (gemstone: uncut diamond)

Rough diamonds are very expensive in America.

προσχέδιο

noun (writing: unfinished version)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The writers are still working on a rough draft right now.

χοντροκομμένη συμπεριφορά

plural noun (figurative (lack of refinement)

She wanted to smooth off his rough edges and teach him some manners.

γωνίες

plural noun (ragged outline) (στο περίγραμμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She ripped the paper instead of using scissors because she wanted rough edges.

αγριότοπος

noun (wild grassland)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρόχειρη εκτίμηση, χοντρική εκτίμηση

noun (uneducated estimate)

I'd say the town's population is 75,000 - but that's just a rough guess.

ζω πρωτόγονα

verbal expression (live primitively)

πρόχειρο σχέδιο

noun (general description of arrangement)

This is just a rough layout; I'll bring the finalized plans to our next meeting.

χοντρική εκτίμηση

noun (approximate gauge)

By studying people's actions you'll have the rough measure of their characters.

σκίτσο

noun (sketchy drawing or diagram)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I quickly drew a rough outline of an eye.

γενική περιγραφή, χοντρική περιγραφή

noun (general idea or description)

Here's a rough outline of the proposed web site, but it still needs refining.

αγριεμένη θάλασσα

noun (stormy or choppy sea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rough seas prevented his return from Capri to Naples.

σκίτσο

noun (rapid or loose drawing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Michelangelo always made a rough sketch before starting a sculpture.

δύσκολη φάση

noun (informal (difficult period)

She's going through a pretty rough spot just at the moment.

βία

noun (informal (physical violence) (σωματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We won't tolerate any more rough stuff from you bullies.

τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια

noun (uneven or bumpy texture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rough surface of the old wooden table caught a thread from her silk blouse.

τραχιά, άγρια, ανώμαλη επιφάνεια

noun (abrasive texture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiles used on the bathroom and kitchen floors should have a rough service.

αγριεμένη θάλασσα

noun (often plural (stormy or turbulent sea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rough waters were making even the seasoned sailors seasick.
Η αγριεμένη θάλασσα έκανε ακόμη και τους σκληραγωγημένους ναυτικούς να νιώθουν ναυτία.

θυελλώδης, τρικυμιώδης καιρός

noun (stormy or windy conditions)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They're predicting rough weather so I think we'd better not go sailing today.

προσχέδιο

noun (preliminary draft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χειρωνακτική εργασία

noun (physical work)

αγώνας χωρίς κανόνες

noun (violent, disorderly struggle)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άγριος

adjective (rough, disorderly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίας

noun (film: first version) (το δεύτερο από τρία στάδια επεξεργασίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόβω στα γρήγορα, κόβω πρόχειρα

transitive verb (cut quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τραχιά επιφάνεια

adjective (crudely shaped)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη εκλεπτυσμένος

adjective (figurative (lacking refinement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μιλάει απότομα

adjective (rude in speech)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δαμαστής αλόγων

noun (US ([sb] who breaks wild horses)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άτομο που ξέρει να ιππεύει μη εκπαιδευμένα άλογα

noun (US ([sb] who can ride untrained horses)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέλος πρώτης μονάδας ιππικού με επικεφαλής τον Ρούσβελτ

noun (historical (military: US cavalry unit member)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λειαίνω τις τραχιές επιφάνειες

verbal expression (file down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can smooth the rough edge off the metal with a file or with sand paper.

βελτιώνω

verbal expression (figurative (refine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As soon as they were married she started trying to smooth the rough edges off him.

παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται

verbal expression (figurative (accept circumstances)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rough στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rough

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.